Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2007

Ἀπροσδιόριστη χρονολογία


Αὐτὴ ἡ μέρα πέρασε χωρὶς καμιὰν ἀπόχρωση
Τόσο διαφορετικὴ ἀπὸ τὶς ἄλλες μέρες
(Ἴσως ἡ ἀπαρχὴ ὁμοίων ἡμερῶν)
ἔσβησεν ἔτσι ἀνάλαφρα ὅπως ᾖρθε
χωρὶς νὰ παιχνιδίσει ὁ ἥλιος στὰ κλαδιὰ
Τράβηξε τὶς κουρτίνες της μὲ διάκρισην ἡ νύχτα.
Μιὰ μέρα τόσο διάφορη ἀπ᾿ τὶς ἄλλες
Χωρὶς τὰ σύμβολα τοῦ «πλήν» καὶ τοῦ «σὺν»
π᾿ αὐλακώνουν τὴ σκέψη
Χωρὶς νὰ βαραίνει κἂν τὴ ζυγαριὰ τῆς μνήμης
Πὲς σὰ μιὰ σαπουνόφουσκα ποὺ τρυπήσαμε μὲ τὴν καρφίτσα
Σὰν τὸν καπνὸ τσιγάρου χωρὶς ἄρωμα.
Ἔτσι ἔπεσε ἕνα φύλλο ἀπὸ τὸ καλαντάρι
Δίχως τὸν παραμικρότερο ἦχο
(Χάθηκε καὶ δὲν ψάξαμε νὰ τὸ βροῦμε)
Ἔμεινε τὸ συρτάρι μας ὅπως τὸ ἀφήσαμε.
Ἴσως -λές- πὼς δὲν ἤτανε κἂν μία μέρα
Μόνο που σήμερα φωνάζουν ἀρνητικὰ οἱ ἀριθμοὶ
Τὸ ρολόι γυρισμένο ἕνα ἀκόμη εἰκοσιτετράωρο
-Λές- πῶς περάσαμε ἀσυνείδητα τὰ μεσάνυχτα
Ἕναν ὁλόισιο ἀσφαλτοστρωμένο δρόμο.


M. Αναγνωστάκης

Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2007

Αγαπητέ μου Εμμανουήλ...

Αγαπητέ Κωνσταντίνε (τελεία).
Σας γράφω δια πρώτην φοράν μετά σφοδρής επιθειμίας δικής μου αλλά και της καλής μου Δωροθέας. Είμεθα καλά εις την υγείαν μας και το αυτό επιθειμούμε και δι εσας. Αι ορθογραφικαί μου δυνατότητες είναι περιορισμέναι και εκλιπαρώ δια την συγχώρεσή σας. Έλαβα τις ελιές και το λάδι που μουστείλατε και σας αποστέλω τις καλύτερες ευχές μου.
περνούμε τον καιρόν μας όσο καλύτερα εμπορούμε αν και αυτό καταντάει δύσκολον πίνομεν κανέναν καφέ, τρώμε κανένα παϊδάκι, ακούμε τα άσματα ενός τροβαδούρου μας που ίσως έχετε ακουστά (NEILιάδης YOUNGόπουλος), ε ακούμε και ολίγον 9,61 δια την καθημερινήν μας ενημέρωσιν. Η ζωή εδώ στην επαρχίαν είναι παράξενη και ολίγον δύσκολη αλλά πληροφορούμαι παρά της Δωροθέας ότι στας Αθήνας είναι χειρότερη (μπας και στερείστε τα παϊδάκια;) Σας διακόπτω τώρα την συγγραφήν των απόψεών μου περί του κοινωνικού μετασχηματισμού και τιν επίρεια του σταρχιδικού εναλλακτισμού σ' αυτόν (αυτόν στην πρώτη γραμμή) όχι μόνο "καλύτερα να έχεις δικό σου αυτοκίνητο παρά δικές σου απόψεις" αλλά σε δέκα λεπτά της ώρας το αξιολάτρευτο πλάσμα που αυτοχαρακηρίζεται ως δώρον του θεού θα μπορεί να με επικαλεί στησιματία. Δηλαδή θα μου ειπεί "Μανώλη με έστησες".
φαντάζεστε τη ζημία δύναται να προκαλέσει η δημόσια τεκμηριωμένη παραπάνω παρατήρηση εις το κοινωνικοπολιτικό μου προτσές; Επιφυλάσσομαι να συνεχίσω εις τακτόν χρονικό διάστημα.
Το πλήρωμα του χρόνου (όλοι λαθρεπιβάται) με ξανάφερε μπροστά σ' αυτό το φύλλο. καλά να περνάτε εκεί πάνω. Και αν εκεί "η νύχτα είναι ολόφωτη κι η μέρα σκοτώνει" κατέβα μια βόλτα προς τα δω.
Τίποτα άλλο
Τίποτα διαφορετικό
Τίποτα το ίδιο

Εμμανουήλ
Ρόδος 14.1.1993

Ο Εμμανουήλ μού ήταν άγνωστος και παρέμεινε άγνωστος. Ο καλός της φίλης μου της Δωροθέας με την οποία χώρισαν χωρίς να προλάβουμε να γνωριστούμε. Ένα μετέωρο άπλωμα του χεριού που έμεινε μετέωρο "με το πλήρωμα του χρόνου". Ας του είχα στείλει τουλάχιστον το λάδι και τις ελιές. Το πρώτο και τελευταίο γράμμα του ένα όμορφο λουλούδι, ένα δώρο του παρελθόντος, από έναν άγνωστο και απερπάτητο κήπο. Που έχει τόσα λουλούδια αυτάρκη αλλά και αδημονούντα ταυτοχρόνως. Είναι οι πιο φωτεινές φωτοβολίδες αυτές οι επερχόμενες γλυκά καταραμένες συναντήσεις, οι περίπατοι, οι κήποι, τα λουλούδια, οι άνθρωποι. Το χαμόγελο που ακούμπησε στα χείλη μου απαλά αυτό το γράμμα είναι η μικρή μου γιορτή, είναι ένα γλυκό χάδι από το παρελθόν μέσα στο μπουμπουνητό της βλακείας που χαρακτηρίζει συνήθως αλλά και ιδιαίτερα αυτού του είδους τις μέρες.

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2007

Στον ήλιο του Φλέτσερ...

Ο πλοίαρχος Φλέτσερ

Ο Γερμανός εμποροπλοίαρχος Χένρυ Φλέτσερ

εξόκειλε στον Ματαπά με το φορτηγό «Σχελδ»,

γιατί λόγω ομίχλης δεν μπόρεσε να κατεβάσει τον ήλιο με τον Εξάντα.

Τρελάθηκε και πέθανε στον Πειραιά από ηλίαση.


Ο πλοίαρχος Φλέτσερ έριξε τον «σχελδ» στον Ματαπά

Μια μέρα που των θαλασσών πάλευαν τα στοιχεία

Γιατί ήλιος δεν φαινότανε το στίγμα του να βρει

Ούτε μπορούσε απ’ τις στεριές να πάρει αντιστοιχία


Κι αυτό στο μέρος που έπεσεν εσφήνωσε βαθιά

Τόσο που οι βράχοι οι μυτεροί μεμιάς το καταστρέψαν

Μα τίποτ’ απ’ το πλήρωμα δεν έπαθε κανείς

Κι όλοι με κάποιο ρυμουλκό στον Πειραιά επιστρέψαν


Σε λίγες μέρες φύγανε, τρισάθλιοι ναυαγοί

Μια μελαγχολική, στυγνά θλιμμένη συνοδεία

Κι έμεινε ο Φλέτσερ μοναχά, ζητώντας στο πιοτό

Την πίκρα του στα βρωμερά να πνίξει καφωδεία


Κοντός με το πηλήκιο του το γείσο το χρυσό,

Και με τα τέσσερα χρυσά γαλόνια του τ’ αστέρια

Έμπαινε μόλις άρχιζε ν’ απλώνει η νυχτιά

Και την αυγήν αναίσθητο τον βγάζανε στα χέρια


Μα τα γαλόνια ξέφτισαν και σκίστηκ’ η στολή

Τα ωραία του ρούχα επούλησε την πέτσινή του τσάντα

Κι ένα εργαλείο εκράτησε μοναχά, ναυτικό,

Τ’ όργανο εκείνο που μετράν τον ήλιο, τον εξάντα


Η στενοχώρια και το αλκοόλ δουλεύοντας σιγά

Μέρα τη μέρα σ’ ένα χαίνον χάσμα τον ωθούσαν

Τρελάθηκε. Τον πείραζαν στους δρόμους τα παιδιά

Κι οι ψείρες πάνω στα ξανθά του γένια περπατούσαν


Όταν ο ήλιος φλόγιζε τον αττικό ουρανό

Αυτός με τον εξάντα του στο χέρι εξεκινούσε

Το ύψος του γοργά υπολόγιζε σε μια μαούνα ορθός

Κι ύστερα αισχρά μουντζώνοντας τον ήλιο, εβλαστημούσε


Μα κάποια μέρα βλέποντας με τ’ όργανο ψηλά

Έφυγε για το σκοτεινό λιμάνι του θανάτου

Ενώ σιγά σαν πάντοτε, φαιδρός και φλογερός

Ο ήλιος την κανονική διέσχιζε τροχιά του.

Ν. Καββαδίας, Μαραμπού, 1933


Ένας φίλος έλεγε τις προάλλες, ότι ακόμη και στο χωριό του βρίζουν τους αναρχικούς, ακόμη κι εκεί, τόσο μακριά, στις πλαγιές ενός απόμακρου βουνού... Θα πεις, ότι ακόμη κι εκεί φτάνουν οι εικόνες της τηλεόρασης, εικόνες που δεν χρειάζονται να διαθλάσουν την πραγματικότητά μας, μια και η διάθλαση προϋποθέτει και κάποια σχέση με τηνσυγκεκριμένη πραγματικότητα. Οι μακρινοί χωρικοί δεν γνωρίζουν. Ο Φλέτσερ δεν είναι απαραίτητο να γνώριζε τα λιμάνια ούτε τους ανθρώπους τους. Έπρεπε απλά να φτάσει εκεί, επειδή λάτρευε το ίδιο το ταξίδι μέχρι τον προορισμό του. Οι άνθρωποι των λιμανιών ήταν η κορνίζα του ταξιδιού του. Ήταν ο χαμένος του χρόνος. Ένας χρόνος χωρίς ταξίδι ήταν το δικό του τίποτα.

Οι χωρικοί είναι πιθανόν να πεθάνουν χωρίς να γνωρίσουν τίποτε από έναν άλλο λόγο για την ελευθερία, τίποτε ίσως από μια πλευρά της δικής τους ελευθερίας, να μην γνωρίσουν την πραγματικότητα πέρα από τις «επιστημονικά» διαθλώμενες εικόνες των οθόνων. Οι αναρχικοί θα παραμείνουν απειλητικές και θορυβώδεις σκιές μέσα σε ένα κουτί, στο οποίο οι χωρικοί δεν πρόκειται να αντιπούν ποτέ τίποτε.

Ίσως οι αναρχικοί –συντροφιά με την θορυβώδη εικονική τους σκιά- εντέλει μοιάζουν να λατρεύουν όλο το ταξίδι μέχρι τον προορισμό. Ο πλοίαρχος Φλέτσερ χάθηκε στην ομίχλη, τα εργαλεία του δεν κατέβασαν τον ήλιο όπως απαιτούσε το ταξίδι, και εξόκειλε, χωρίς ευτυχώς το πλήρωμα να χάσει τίποτε περισσότερ, πέρα από την αξιοπρέπειά του, κι αυτό για λίγο. Αυτός έχασε τον προορισμό του. Δεν τελείωσε ποτέ το ταξίδι όπως αυτός ήθελε. Οι αναρχικοί περιφρονώντας την διαθλώμενη εικόνα τους, μέσα στην ομίχλη των προθέσεων, χάνουν τη σκιά τους μαζί με τον ήλιο της πιο σκληρής πραγματικότητας. Τα διαδικαστικά εργαλεία δεν βοηθάν το ταξίδι και ο χρόνος στην αδημονούσα ξέρα (οι φάροι ανήκουν στην κυριαρχία) μαζί με την αξιοπρέπεια διαπραγματεύεται και μικρές προσωπικές ελευθερίες. Ο Φλέτσερ τρελαίνεται αργά και σταθερά στον προορισμό του ανολοκλήρωτου ταξιδιού. Οι άνθρωποι του λιμανιού δεν μπορούν να κάνουν τίποτε γι’ αυτόν. Πεθαίνει με τα εργαλεία του βρίζοντας τον ήλιο. Πεθαίνει από τον ήλιο.

Τουλάχιστον ο Φλέτσερ πέθανε συνεπής στο ταξίδι. Όσον αφορά μερικούς αναρχικούς του παρελθόντος, μετά την «ξέρα», στην συντριπτική τους πλειονότητα ούτε τρελάθηκαν, ούτε κράτησαν αυτό το αδικαίωτο εργαλείο, ούτε φυσικά και πέθαναν. Περιφέρουν την απλή τυπική λογική και κανείς δεν γνωρίζει αν στην τσάντα τους κουβαλάνε και την απόγνωση. Για μας, που έχουμε μπαρκάρει κι είμαστε στη μέση του ταξιδιού, ας μην αφήνουμε τίποτα ατιμώρητο από αδιαφορία, ας εφευρίσκουμε διαρκώς καινούργια εργαλεία στη διαδρομή, ας ξεκαθαρίζουμε επί τόπου τις ομιχλώδεις προθέσεις και ας υποκλινόμαστε στις μικρές ελευθερίες των ανθρώπων του κάθε μας προορισμού.

Για να μην περιφέρουμε ένα οδυνηρό «γαμώτο» μέχρι να μας εξοντώσει ένας ενδεχόμενος ήλιος της πιο σκληρής πραγματικότητας.

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2007

Όταν ανατέλλει πρόσφυγες




Ταξίδι στα συνώνυμα

ΠΟΡΤΡΑΙΤΑ ΕΠΙΘΕΤΩΝ, ΡΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΩΝ

πάντα αγέλαστοι,

όταν κοιμούνται αγριεύονται,

με το βλέμμα των “αγράμματων”,

εξουθενωμένων από την αγωνία και την ανάγκη,

με τον άνεμο της δυστυχίας και το θρόισμα της απόγνωσης,

και την απορία, την αμηχανία,

μια θλίψη σα θυμός που ασφυκτιά,

ξεπεσμός χωρίς ντροπή,

την ντροπή την έπνιξε η ταλαιπωρία,

όλα ακροβατούν πάνω στον τεντωμένο φόβο,

στη φρίκη που πρέπει να μείνει πίσω,

μπούχτισμα από τις απώλειες,

οι βιαστικοί αποχωρισμοί που τρυπώσαν στα όνειρα,

φθόνος για την ατυχία,

και ένα δάκρυ πάντα διαθέσιμο,

η ακατάληπτη ευγένεια των εκτεθειμένων,

η ελπίδα πεθαίνει πάντοτε πρώτη,

έρημοι,

αλλά ίσως ζωντανοί σε μια μετά θάνατον ζωή,

καρτερούν το άγνωστο,

με τη μνήμη στην κόλαση,

και τα κότσια στο μέλλον,

ψηλαφούν με κρυμμένη περηφάνια

τον μονόδρομο της ξενιτιάς,

παραβαίνοντας με νηφάλιο θράσος,

ψάχνοντας τις προσδοκίες,

έχουν ήδη χάσει

ΣΤΟ ΧΑΟΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΤΑΞΗΣ

της ψύχραιμης λεηλασίας,

με διωγμούς, βομβαρδισμούς, βασανιστήρια, θρήνους, πείνα,

γνωρίζουν το ρήμα εγκαταλείπω,

ανάμεσα σε συμφορές και συντρίμμια,

σε κάποια ανατολή της απόφασης,

με οδοιπορία έως το πέρασμα,

ή με τη θάλασσα, να αποπλέουν από μια αποβάθρα,

στην απαραίτητη μεσόγειο,

με τα ναύλα των δούλων στο χέρι,

με τον προορισμό τους στα χέρια του έμπορου και της τύχης,

λέμβος, λιμάνι, νύχτα, ξεφεύγω, πλοιάριο, σωσίβιο, βουλιάζω, πνιγμός ή γλιτώνω, σώζομαι, φυγή,

αποβιβάζομαι γυμνός,

έσχατοι χωρίς κραυγές στην ησυχία των συνόρων,

κρυμμένοι,

σε μάταιο καταφύγιο,

και την αγριάδα των κυνηγημένων

ΟΙ ΑΚΤΕΣ ΤΩΝ ΠΕΡΙΠΟΛΩΝ

ξανά στις όχθες της αδικίας,

στην πολιτισμένη ευγένεια της απαξίας,

στον περίφρακτο κι ακατ-ανόητο αποκλεισμό,

στην φτωχή γλώσσα της αποξένωσης,

στην παθογένεια της δημοκρατίας

ΣΤΟΝ ΒΑΡΕΤΟ ΜΟΝΟΛΟΓΟ ΤΗΣ ΝΤΟΠΙΑΣ ΚΑΘΑΡΟΤΗΤΑΣ

να ένα νέο πρόσωπο των άλλων,

με τους κανόνες τους να είναι αντικανονικοί,

τουλάχιστον ενοχλητικοί με το εκβιαστικό πρόβλημα τους,

αταίριαστοι με την ομοιογένεια των εθίμων,

διαφορετικοί από μας ακόμη και στην άκρη της θλίψη τους,

ένα ζήτημα που πρέπει να λύσουν οι αρμόδιοι,

ένα θήραμα για τις Αρχές,

κατώτεροι αφού μπορούμε και τους κρίνουμε,

μια ανεπιθύμητη μαρτυρία,

ένα μηδέν που κατάφερε να αποδράσει από το τίποτα,

οι χειρότεροι ξένοι χωρίς διαπιστευτήρια,

αντικείμενα που διεκδικούν την αξόδευτη περιφρόνηση,

πρόθυμοι σκλάβοι που δεν τους ζήτησε κανείς,

για την εξουσιαστική πραγματικότητα ο πρόσφυγας είναι ο ΕΣΧΑΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ο ΕΣΧΑΤΟΣ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΟΣ

ΣΤΟΝ ΒΑΡΕΤΟ ΜΟΝΟΛΟΓΟ ΤΩΝ ΝΤΟΠΙΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΩΝ

το μεγάλο πρόσχημα της ανθρωπιστικής βοήθειας,

γι’ αυτούς που είναι αντίκρυ,

για τον ορισμό του αξιοθρήνητου,

ένα αποκρουστικό χάδι για τους άπορους,

αφήνοντας άθικτο τον πολιτισμό της διάκρισης,

τον καθησυχασμό της ελεημοσύνης,

διαιωνίζοντας τις παράλληλες μοίρες,

γέρνοντας το “μεγαλείο” τους προς τους φουκαράδες

ΓΕΛΙΑ ΑΠΟ ΣΥΡΜΑΤΟΠΛΕΓΜΑΤΑ

πώς καταφέρνουν οι κολασμένοι τη διέλευση των συνόρων;

έλεγχοι που παλινδρομούν ανάμεσα στην αυστηρότητα και την ανυπαρξία,

με την αστυνομία να παίρνει τα ποσοστά της,

και να στέλνει με το άλλο της πρόσωπο στο αυτόφωρο

με ύφος αναπόφευκτης απέλασης,

υπάλληλοι γελάν μπροστά στα δικαιολογητικά,

στις αιτήσεις ασύλου,

μπροστά στους δέσμιους,

γέλια από συρματοπλέγματα,

έγκλειστοι πρόσφυγες,

εκλιπαρώντας φαντάσματα δικηγόρων,

εθνικότητα με νοήματα,

υπηκοότητα για να είσαι κάπου υπήκοος

ροζ κάρτα στην καλύτερη,

μια ροζ παράταση του λαθραίου,

η καταστολή δεν έχει εθνικότητα, έχει μόνο χειρονομίες,

κάποιος ξενώνας ή παράπηγμα,

ένας περιορισμός χωρίς προθεσμία,

ουρά για κάποιο συσσίτιο,

ψυχρότητα λέξη σε όλες τις κλίσεις

θα μπορούσε να είναι ένα ατελείωτο

ΤΕΛΟΣ για τους πρόσφυγες

αν δεν υπήρχε ένα ακόμη συνώνυμο στη γλώσσα μας που ασφυκτιά μαζί με την ελευθερία και την αξιοπρέπεια

ενάντια στην ύβρι της εξουσίας

Η ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2007

Θα πρέπει...

Θα πρέπει να σκεφτείς
για να μη σε καταβάλει
η σύμπραξη των κινδύνων,

να φανταστείς
για να μη σε εκμηδενίσει
η απλή μαντεία,

να επιθυμήσεις
για να μη σε καταβροχθίσει
ο ιστός του αβέβαιου.

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2007

τα ασύμβατα όρια μεταξύ της καταγραφής της πραγματικότητας και του ξεπεράσματός της



Για την κάθε Μη Κυβερνητική Οργάνωση: Η επιτυχής δηκτικότητα στην καταγραφή της αιχμηρής πραγματικότητας δεν αντιστοιχεί επουδενί στην -τελικά- χλιαρή και ανούσια κοινωνική προταγματική της υποτιθέμενης ανατροπής της. Κάθε φορά αυτό που θα διακυβεύεται θα είναι η δικαιολογημένη -και ιστορικά επιβεβαιωμένη- κοινωνική προκατάληψη ότι κάτι παίζεται πίσω από τις Μη Κυβερνητικές Ευαισθησίες. Κι αυτό είναι τελικά χειρότερο από αυτό που υποτίθεται ότι οι ΜΚΟ θέλουν να πολεμήσουν: γιατί δεν υστερούν σε χυδαιότητα...

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2007

καφέδες, τσιγάρα, χειμωνιάτικο πρωί

καφές και τσιγάρα, το ένα μετά το άλλο, οι γιαγιάδες λένε να προσέχεις τις μέρες του χειμώνα που έχει ξαστεριά γιατί κατεβάζουν κρύο, οι παγκόσμιες κυριακές έχουν πάντα κάτι από την κούρα της εβραϊκής παράδοσης, μοναξιάρης πρέπει να γίνεσαι για να περάσεις από τις καταναλώσεις παρουσίας στην αξιοποίηση τους, και οι περισσότερες στιγμές της μοναξιάς ανήκουν στην θλίψη, που εμφανίζεται λες απ’ το παράθυρο σαν απρόσκλητος επισκέπτης και σαν στο δικό της χώρο κυριαρχεί στις σκέψεις, στις μουσικές, στις στιγμές που πας προς το παράθυρο και κοιτάζεις έξω, κοιτάζεις έξω σαν να αναζητάς κάποιο έρεισμα της πραγματικότητας για να ακολουθήσεις το νήμα του, να το βάλεις μέσα σου, πολλές φορές για να κοροϊδέψεις τις εικόνες και τις λέξεις που χωρίς να μιλάει η θλίψη απλώνει σαν άσπρο σεντόνι στο δωμάτιο, που πέφτει από ψηλά, κυματίζει και σε τυλίγει, είναι κάποιες λέξεις δικών σου ανθρώπων που νιώθεις ότι δεν σε κατάλαβαν, ότι δεν τους κατάλαβες, είναι το άπειρο αίμα που χύνεται άσκοπα και άφθονο σε αυθεντικούς πολέμους, μπορεί κοντά, μπορεί και χιλιόμετρα μακριά, δεν έχει σημασία, σημασία έχουν συνήθως τα πράγματα ως εκεί που φτάνει το μάτι ή το χέρι ή οι μυρωδιές, κι αν σκεφτούμε τι συμβαίνει τώρα που κοιτάμε έξω από το παράθυρο τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή, ίσως η τελευταία αναλαμπή ζωής στα μάτια κάποιου «συνανθρώπου», το κλάμα ενός βιασμού, τα βήματα σε ένα κελί, το χάσιμο ενός τριτοκοσμικού σε μια ερημιά που με το μπιτόνι στο χέρι αναζητάει λίγο νερό, για να τραβήξουμε την κουρτίνα, να κλείσουμε το φως απ’ έξω, να κάτσουμε απέναντι στη θλίψη με ψηλά το κεφάλι, τι μπορούμε λοιπόν να κάνουμε για να μην τρελαθούμε, έχουμε επίγνωση των ορίων μας, είμαστε γαμημένα θνητοί, κι είναι μαλακία αυτό που λέγαν κάποιοι πρόγονοι, ότι οι θνητοί δεν έχουν όρια, ότι όρια έχουν μόνο οι θεοί, γιατί τι θα απαντούσαν στη θλίψη τους, καθώς άπλωνε το σεντόνι της στο δικό τους δωμάτιο, λοιπόν κάνουμε ότι μπορούμε; κάνουμε ότι μπορούμε; δεν μπορούμε να κάνουμε ότι μπορούμε, μπορούμε, θέλουμε, γαμημένα ρήματα, γαμημένο πρώτο πληθυντικό, εντάξει, δεν έχουμε και πολλά περιθώρια, αλλά τώρα το αίμα τρέχει τραγικά μαύρο, παρακάμπτει τη δικαιοσύνη των Δικαστηρίων, κυλάει εκεί που περπατάμε καθημερινά, πολύ κοντά, και συνεχίζουμε λοιπόν, τι μπορούμε να κάνουμε για να μην τρελαθούμε, τρέχουμε ολημερίς συμβιβάζοντας τις αντιφάσεις της θνητότητας μας, επωμισμένοι μιαν γεμάτη με τους ίδιους συμβιβασμούς ιστορία, χωρίς σχεδόν καμιά βοήθεια, σχεδόν μόνοι, παίρνουν γνωστοί τηλέφωνο για να τους δούμε, λέμε «τρέχουμε», τρέχουμε για να είμαστε αξιοπρεπείς απέναντι στη θλίψη μας, για να μην τρελαθούμε, να κάνουμε ότι μπορούμε, και μας τρελαίνει ακόμη περισσότερο γιατί ο αέρας γίνεται όλο και πιο βαρύς και λίγος, στριμωχνόμαστε, κι αυτοί που ρυθμίζουν τον αέρα μας, αυτοί που βιάζουν κι εξοντώνουν, αυτοί που χλευάζουν, βάζουν τις λέξεις τους στα στόματα των δικών μας ανθρώπων, έτσι μας ρυθμίζουν τον αέρα, κι ετοιμάζουν τους θαλάμους με τα κάγκελα για να σωθούν από την τρέλα μας, γιατί μόνο τον αέρα μας μπορούν να περιορίσουν, δεν μπορούν να καταλάβουν τον διάλογο μας με τη θλίψη, κι εμείς προσπαθούμε να κάνουμε ότι μπορούμε μέχρι τουλάχιστον τη σφαίρα της εμπειρίας μας, να απαντήσουμε, να τους ξεφύγουμε, να τους πονέσουμε απλά ίσως και μόνο υπάρχοντας, έχουμε να αντιμετωπίσουμε σχεδόν όλα τα μέτωπα στη σφαίρα της θνητότητας μας, είμαστε σχεδόν μόνοι, κανείς δεν μας κρατάει το χέρι, και σκεφτόμαστε πως απαντάνε οι άλλοι άνθρωποι στη θλίψη τους, κι αν δεν την νιώθουνε τι την έχουνε κάνει, πού την στείλανε, πώς γλιτώνουνε την τρέλα, και καταλαβαίνουμε ότι μόνο προνομιούχοι δεν είμαστε απέναντι τους, γιατί δεν είμαστε μόνο θλίψη, αλλά η θλίψη είναι ένα μόνιμο χρώμα στην παλέτα της ζωής μας, στα ηλιοβασιλέματα, στις σιωπηλές στιγμές στο κρεβάτι του έρωτα, στις κραυγές χαράς όταν στη θέα ενός άγριου ποταμού μας κόβεται η ανάσα, λοιπόν κάνουμε ότι μπορούμε, και άραγε να το γράφω συνέχεια γιατί δεν πείθομαι ούτε εγώ ο ίδιος; έτσι κι αλλιώς κανείς δεν τελειώνει την ύπαρξη του εκεί που τελειώνει το δέρμα του, απαντήστε και για μένα λοιπόν, κάνουμε ότι μπορούμε, χειμωνιάτικο πρωί, καφές και τσιγάρα και μια θλίψη που θέλω να την γονιμοποιήσω, να γίνει γόνιμη κι ας γεννήσει αυτό που φοβάμαι, ας γεννήσει την ίδια την τρέλα, την τρέλα, με νιώθετε, με νιώθετε...με νιώθετε; Κάπου τόσο συγκεκριμένη είναι η αλληλεγγύη.

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2007

Για την πορνοτοπία...

...εκείνη την κατάσταση αλλοτριωμένης σεξουαλικότητας όπου το ερωτικό αποσπάται από την υπόλοιπη ζωή. Στην σκοτεινή νύχτα της λιμπιντικής ανάγκης, το μοναχικό χέρι του αυνανισμού, ανίκανο να απλωθεί για να αγκαλιάσει τρυφερά κάποιον άλλο άνθρωπο με τον οποίο έχει ενδεχομένως κοινά αισθησιακά και πολιτικά σημεία, πιάνεται απελπισμένο από απεικονίσεις που έχουν όλες την ίδια πληκτική μορφή και πανομοιότυπο ανιαρό περιεχόμενο.

B. Palmer, Κουλτούρες της Νύχτας, 2006