Παρασκευή 13 Αυγούστου 2010

Πόντου 13, Δραπετσώνα...




Ένα μωρό σε μια παλιά πολυθρόνα στη μέση μιας αυλής πλακόστρωτης με σπασμένα και φθαρμένα ασπρόμαυρα πλακάκια, γεμάτης ξεχαρβαλωμένες γλάστρες με ζωηρά λουλούδια. Ένα μωρό λιάζεται. Σα σε θρόνο έκπτωτου βασιλείου. Ένα φασκιωμένο μικρό σώμα βυθισμένο στις απορίες ενός μεγάλου κόσμου, ένα μικρό κεφάλι με μια χούφτα εγκέφαλο που πάλλεται σα σφουγγάρι σε έναν ανήσυχο βυθό για να μαζέψει ό,τι χρειάζεται αυτή η παράσταση ώστε να χαραχθεί εκεί που πρέπει ως κατάφορτη μνήμη. Μια παράσταση οξύμωρης ηρεμίας που καταφέρνει σε κάθε έγκληση στον χρόνο μιας ζωής να προκαλεί εκείνη την πρώιμη ταραχώδη ανησυχία του βυθού. Κι όμως η μικρή επικράτεια δεν ήταν βυθός αλλά παράκτιο προάστιο μιας βρώμικης πόλης σε μια βρώμικη θάλασσα. Μία αυλή σε μία οδό στη Δραπετσώνα. Η οδός Πόντου χωμένη βαθιά στο προάστιο με την πλακόστρωτη αυλή της μακριά από τα παχύρευστα κύματα.
Η αίσθηση του βυθού έχει την ερμηνεία της. Είναι ο αέρας πηχτός στην οδό Πόντου, καθώς μετά από μερικούς δρόμους κατηφορίζοντας προς την θάλασσα συναντάς το μεγαλύτερο εργοστάσιο των Βαλκανίων. Ένα τοπίο με μεγάλα και ασύμμετρα κτίρια, στενούς αριθμημένους δρόμους, άσπρα φώτα, ερυθροπυρωμένους σωλήνες, κατάσπαρτα φουγάρα, φυλάκια, τείχη και συρματοπλέγματα, μια ολόκληρη τσιμεντένια και μεταλλική πεδιάδα μέσα στο προάστιο. Τα Λιπάσματα. Μια τεράστια χύτρα με πελώρια φουγάρα που ξερνάνε και αναδεύουν ασταμάτητα σαν δυσθεώρητες κουτάλες τον πηχτό αέρα. Αυτά κανονίζουν τις αναλογίες, την πυκνότητα, τη σύνθεση, τη γεύση και τη θερμοκρασία του μαζικού δηλητηρίου. Αργά και σταθερά ανοιγοκλείνουν τη στρόφιγγα παροχής οξυγόνου, συντονίζοντας τις ανάσες των ανθρώπων με τους ρυθμούς της ταξικής συμμετρίας.
Ένα μωρό λιάζεται μέσα σε μια γιγαντιαία χύτρα με πηχτό αέρα. Ανοιχτά ματάκια, μικρές παλάμες που χτυπάν νευρικά τον αέρα και μια αίσθηση παράπονου χωρίς λόγο. Τίποτε δεν εμποδίζει τον μικρό εγκέφαλο να σαρώνει το μικρό σύμπαν που τον περιτριγυρίζει με τα χειμαρρώδη αισθητήριά του˙ το αδηφάγο σφουγγάρι να μαζεύει αδιάκοπα την άυλη τροφή του και να την καταχωρεί στο μεγάλο αρχείο των βιωμάτων. Μια εργώδης ησυχία. Μια επισφαλής νηφαλιότητα.
Οι άνθρωποι εμφανίζονται και χάνονται κάπου ανάμεσα στις ξεχαρβαλωμένες γλάστρες, κάνουν θόρυβο πατώντας δυνατά στα ξεκολλημένα πλακάκια, φεύγουν από την μικρή ανοιχτή αγκαλιά, γλιστράνε από τις μετέωρες παλάμες, τραβιούνται βιαστικά από τα τρεμάμενα χείλη, απομακρύνονται από τον αέρα της φωνής. Οι άνθρωποι δουλεύουν. Κάνουν δουλειές. Νευρικοί από τους χτύπους των ασταμάτητων δευτερολέπτων καθώς στροβιλίζουν τους μεγάλους δείχτες στο ρολόι που δεσπόζει στο βάθος της αυλής. Νευρικοί που οι μέρες και οι νύχτες περιδινίζονται αλλού ενώ αυτοί ασχολούνται με τους δείχτες, μετρώντας τους κύκλους αντιστοιχίζοντας μεροκάματα, διατρέχοντας την αριθμημένη περιφέρεια της θλίψης αντιστοιχίζοντας ψίχουλα. Αθροίζοντας φθορά.
Καμιά φορά ακούγονται βουβά γυναικεία κλάματα. Γύρω από την αυλή, μέσα από κάτι μικρά δωμάτια τυλιγμένα σε σεμεδάκια, πίσω από κουρτίνες που χορεύουν απαλά στο θρόισμα του πηχτού αέρα, αντρικές φωνές, γρονθοκοπήματα που απιθώνουν με δύναμη ένα μετρημένο μίσος πάνω σε απαξιωμένες σάρκες, με φόντο τα βαριά λαϊκά, το μπουζούκι, τον μπαγλαμά, την ανείπωτη μιζέρια που συνοδεύει το βιαστικό μάζεμα των πιάτων, το κροτάλισμα των μαχαιροπήρουνων, τη ζώνη του μπαλωμένου παντελονιού, το συριγμό της αντρικής αγκράφας καθώς σχίζει τον πηχτό αέρα για να πέσει πάνω στη γυναικεία πλάτη και να τη ματώσει. Το βουβό γυναικείο κλάμα είναι ο αυθεντικός αμανές του οικογενειάρχη προλετάριου. Το μεράκλωμα πριν την κατάκλιση. Ένα λίκνισμα στην πίστα της κουζίνας. Η αργόσυρτη κορωνίδα στο μεροδούλι. Η διαρκής ανανέωση της ιθαγένειας στην επικράτεια της μιζέριας.
Η μαύρη βροχή που συνοδεύει τα φθινόπωρα των Λιπασμάτων κάνει τα λουλούδια να σπαράζουν μέσα στις ξεχαρβαλωμένες γλάστρες. Ο θρόνος του έκπτωτου πρίγκιπα της αυλής μαζεύεται βιαστικά για να στηθεί πίσω από τα θολωμένα παράθυρα ενός μικρού δωματίου. Τα ματάκια να τρεμοπαίζουν, οι μικρές παλάμες να σταματούν την εξερεύνηση της ψυχρής λειτουργικότητας των πραγμάτων, η φωνή να προσπαθεί να μιμηθεί το βουβό γυναικείο κλάμα. Η μαύρη βροχή είναι πάντα βασανιστική. Σπρώχνει τα πράγματα προς τη γη για να τα θάψει, να μην τα αφήνει να ανασαίνουν, να τα πνίξει στη λάσπη κάτω από τα ασπρόμαυρα πλακάκια της αυλής. Κάνει τον πηχτό αέρα να μοιάζει με γλυκιά προσδοκία.
Ουράνιο τόξο δεν υπάρχει. Ο πηχτός αέρας είναι περίφρακτος. Μερικά σπαράγματα του χρωματικού φάσματος μπορεί να διακρίνει κανείς αν συγκεντρωθεί στα φευγαλέα άνθη των λουλουδιών πάνω στις ξεχαρβαλωμένες γλάστρες. Επίσης, στα μάτια χωρίς δάκρυα όταν διασχίζουν τις μικρές χαρές και στην υγρασία τρεμάμενων χειλιών λίγο πριν αγγίξουν αγαπημένα πρόσωπα.
Οι γυναίκες βγαίνουν να μαζέψουν τα νερά, να τρίψουν το πλακόστρωτο και να σπρώξουν τη μαυρίλα έξω από την πόρτα της αυλής προς τον κατήφορο, προς το λιμάνι. Οι φωνές ριπίζουν την αυλή. Η γλώσσα μπάσταρδη. Ελληνικά και τούρκικα μαζί. Οι λέξεις πέφτουν πάνω στις ξεχαρβαλωμένες γλάστρες, χτυπάνε στα ταλαιπωρημένα πλακάκια, περνάνε μέσα από τα μικρά παράθυρα, στους ξεφτισμένους τοίχους κι επιστρέφουν για να συναντηθούν σε ένα κοινό λεξιλόγιο. Ο μικρός πρίγκιπας της αυλής είναι και πάλι στο κέντρο του μικρού του σύμπαντος κόσμου, με τον σπογγώδη του εγκέφαλο να πάλλεται μέσα στο κοινό λεξιλόγιο, να φτιάχνει τη μικρή του πυξίδα μέσα στην ομίχλη των λέξεων, να οργανώνει την πορεία του μέσα στο θορυβώδες συντακτικό.
Η κοινή κουζίνα στην κοινή αυλή καπνίζει σα μικρό καράβι σε πέλαγος μπαχαρικών. Οι γυναίκες που μπαινοβγαίνουν στα δωμάτια κουβαλώντας υλικά είναι ναύτες που βιάζονται να φτάσουν στο λιμάνι μια ώρα αρχύτερα. Μυρωδιές χρωματίζουν τον πηχτό αέρα και χτυπάνε στο δέρμα για να ξεβγάλουν τη ζωή από μέσα του. Κανέλα του έρωτα, πιπέρι των αναμνήσεων, γαρίφαλο της λησμονιάς, ρίγανη των παιδικών περιπάτων, μοσχοκάρυδο των προσδοκιών, σκόρδο του πανηγυριού, άνηθος του ρεμβασμού, δάφνη της ανησυχίας, κύμινο της λύπης, βασιλικός της δροσιάς, δυόσμος της ευφορίας, γλυκάνισος της διαύγειας, δενδρολίβανο της πίκρας. Οι μερίδες φεύγουν για να πάνε στα μικρά δωμάτια περιμένοντας τους άντρες που σχολάνε από την πρωινή βάρδια. Μετά ίσως λίγα οικογενειακά μουρμουρητά να χαϊδεύουν την απογευματινή ησυχία, ίσως μια προσβολή να συνοδεύει εκείνο το γνώριμο βουβό γυναικείο κλάμα, ίσως κάποιο άναρθρο και σύντομο βίαιο ξέσπασμα να συμπληρώνει τη λιτανεία της ρετσίνας.
Ο πηχτός αέρας φαίνεται πιο άσπρος στο φόντο του ηλιοβασιλέματος, κάθε φορά που τα φουγάρα δεν ρίχνουν τη βαριά τους σκιά πάνω στη μικρή αυλή. Μερικά πορφυρά παιχνιδίσματα του φωτός λίγο πριν ανάψουν τα αδύναμα κι άρρωστα κίτρινα φώτα των μικρών δωματίων. Το μωρό σκοτεινιάζει πάνω στην φθαρμένη πολυθρόνα με τα απαλά μαξιλάρια, οι αγκαλιές του απογεύματος έχουν αποσυρθεί αφήνοντας μερικά φευγαλέα βλέμματα φροντίδας πίσω από τις κουρτίνες, με τους φόβους να κυριεύουν το μικρό κεφάλι, τις παλάμες να απλώνονται στα βλέμματα για να πιαστούν, την καρδιά να δονείται στο ακατανόητο των επόμενων στιγμών. Η μαμά, ο μπαμπάς, η γιαγιά και τ’ αδέλφια ξαφνικά ξεχωρίζουν από την μεγάλη οικογένεια της αυλής και σέρνουν την πολυθρόνα σε ένα μικρό δωμάτιο κοντά τους για να κατασιγάσουν τις αγωνίες του χαϊδεμένου βενιαμίν. Η αυλή σκοτεινιάζει, το πλακόστρωτο ομορφαίνει, οι γλάστρες αποκτούν γοητευτικά περιγράμματα, οι θόρυβοι βασιλεύουν, οι φωνές γλυκαίνουν μέσα στην κοινοτυπία, η ζωή βυθίζεται αργά αργά μέσα στον πηχτό αέρα για να χαιρετήσει την βραδινή βάρδια και να υποδεχτεί την απογευματινή.
Πόντου 13, Αχιλλέως 20, Σκρα 3, Ανθέων 45, οδός τάδε αριθμός τάδε, ως παιδιά τι είχαμε να δώσουμε; Απλώσαμε το δέρμα μας, ξεχειλώσαμε τα μάτια μας για να καταλάβουμε τους ρυθμούς του αίματός τους, τους παλμούς της καρδιάς με τη μουσούδα μας κολλημένη στην μικρή φλέβα που περνάει από το λαιμό τους και κατηφορίζει προς τις χειρονομίες τους, αντέξαμε τις προσδοκίες τους να χτυπάνε δυνατά στο μικρό μας στέρνο, τους άναρθρους φθόγγους τους να πάλλονται στον πηχτό αέρα για να διευθετήσουν την καθημερινή αγωνία.
Οι γονείς. Τα αδέλφια. Οι γείτονες. Οι Άλλοι.