Κυριακή 17 Ιουνίου 2012

η αλφαβήτα μου


Η άνοιξή μου γεννήθηκε μεσήλικη
Ξέπλεξε τα ολοκόκκινα μαλιά της
έδιωξε τις μέλισσες από τα βλέφαρά της
Ζήτησε έναν καφέ βαρύ γλυκό
Έκανε τράκα ένα τσιγάρο και το άναψε
Χαιρέτησε τον ήλιο
Κι έπιασε να με μάθει την αλφαβήτα της
Τις καινούργιες απαιτήσεις:

Άδραγμα, δεν αρπάζεις, δεν κατοχυρώνεις, δεν χαϊδολογάς,
                   ακουμπάς το χέρι σου στα σώματα απαλά σα να προσπαθείς να
                   μετρήσεις τον πυρετό των παθών τους

Βραδύτητα, με το χρόνο να αιωρείται στα υγρά και τις ευωδίες
                   χωρίς τις αγχωτικές ρήτρες των προβλεπόμενων συναντήσεων

Γύμνωμα, χωρίς τα πρόσωπα της καθεμέρας, τα κουρέλια των συμβάσεων
                   και τα επιτηδευμένα εσώρουχα από neon

Ένταση, έκταση, έκσταση, χωρίς τη διεκδίκηση καμίας συναισθηματικής περιουσίας  

Ζωντάνια, χωρίς νοσταλγίες, χωρίς τετελεσμένους μέλλοντες, χωρίς δεσμά
                της ανεπίστρεπτης φθοράς 

Ήθος, όχι ψεύτικο θραύσμα  της αστικής ηθικής  αλλά πολύτιμος λίθος της
            διακριτικής ειλικρίνειας και της αφοπλιστικής απλότητας

Θωριά, διαυγής, ελεύθερη, συγκρατημένη, διαφανής, ευανάγνωστη,
             κελευστική των οριζόντων, επιταχυντική των εξοικειώσεων

Καύλα, όχι ως χυδαία σεξιστική βωμολοχία αλλά ως ακριβολογική αυταξία της
             κραυγαλέας σωματικής άνοιξης που δεν χωράει στις γλωσσικές
             αναστατώσεις

Λείος, χωρίς εσοχές, χωρίς αναχώματα, χωρίς βάλτους, χωρίς την αγριάδα
           συστολών κι αναστολών

Μάλας, πολύς, απλόχερος, μεγαλόθυμος, με την ομηρική καταγωγή των
             οριακών συναισθημάτων

Νέος, με την πλευρά που αναπτύσσεται διαρκώς χωρίς να ωριμάζει ποτέ

Όλος, γνωρίζοντας πάντα ότι θα είσαι μοναδικός αλλά όχι ο μόνος
          και να το μαθαίνεις και στους άλλους για τον εαυτό τους στη σχέση τους
          μαζί σου και με τους άλλους

Πλέων, ατελεύτητα γλιστρώντας στους ωκεανούς της φθοράς και της αφθαρσίας,
             έκθετος, αναζητώντας απάνεμους συμμάχους να με κερνάνε μέλι και
             δύναμη

Ρηγματωμένος, για να φωλιάζουν οι κυνηγημένοι στις σπηλιές μου

Σταρένιος, για να τρώνε την κόρα μου μανάδες, την ψύχα μου μικρά παιδιά,
                  το καναβούρι μου άγρια πουλιά και το γλυκάνησο μεθυσμένες
                  ηλιαχτίδες  

Τρωτός, γνωρίζοντας ότι θα με λεηλατήσουν, θα με λυντσάρουν, θα με πληγώσουν,
              θα με προδώσουν, θα με ξεσκίσουν, θα με φτύσουν

Χαμογελώντας...