Πέμπτη 1 Μαΐου 2008

Μέρα που είναι σήμερα...

Πρέπει να μάθουμε να ξεχωρίζουμε τις μη πραγματοποιημένες ευκαιρίες που τελούν σε ύπνωση στις αναδιπλώσεις του παρόντος. Πρέπει να θέλουμε να αδράξουμε αυτές τις ευκαιρίες, να εκμεταλλευθούμε ό,τι αλλάζει. Πρέπει να τολμήσουμε τη ρήξη με αυτήν την κοινωνία που πεθαίνει και που πλέον δεν θα ξαναγεννηθεί. Πρέπει να τολμήσουμε την έξοδο. Δεν πρέπει να περιμένουμε τίποτε από τη συμπτωματολογική θεραπεία της "κρίσης", γιατί δεν υπάρχει πλέον κρίση: ένα νέο σύστημα εγκαθιδρύεται, που καταργεί μαζικά την "εργασία". Παλινορθώνει τις χειρότερες μορφές κυριαρχίας, υποδούλωσης, εκμετάλλευσης, εξαναγκάζοντας σε έναν πόλεμο όλων εναντίον όλων, για να αποκτήσουν αυτήν την "εργασία" που (το νέο αυτό σύστημα) καταργεί. Αυτό που πρέπει να του προσάψουμε δεν είναι αυτήν την κατάργηση αλλά ότι εξακολουθεί να επιβάλει αυτήν την ίδια "εργασία" ως υποχρέωση, ως νόρμα, ως αναντικατάστατο θεμέλιο των δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας όλων, ενώ ταυτόχρονα καταργεί τις νόρμες, την αξιοπρέπεια και την προσπέλαση προς αυτήν (την "εργασία"). Πρέπει με τόλμη να θελήσουμε την έξοδο από την "κοινωνία της εργασίας": δεν υπάρχει πλέον και δεν θα ξανάρθει. Πρέπει να θελήσουμε το θάνατο αυτής της κοινωνίας για να γεννηθεί μια άλλη πάνω στα ερείπιά της. Πρέπει να μάθουμε να διακρίνουμε το περίγραμμα αυτής της άλλης κοινωνίας πίσω από τις αντιστάσεις, τις δυσλειτουργίες, τα αδιέξοδα του παρόντος. Πρέπει η "εργασία" να χάσει την κεντρικότητά της στη συνείδηση, στη σκέψη, στη φαντασία όλων, πρέπει να τη δούμε με ένα άλλο μάτι, να μην τη σκεφτόμαστε ως κάτι που έχουμε ή δεν έχουμε, αλλά ως αυτό που κάνουμε. Πρέπει να θελήσουμε με τόλμη να επανοικειοποιηθούμε την εργασία. Από αυτήν την άποψη, είναι δηλωτικές οι πολεμικές που προκάλεσε το βιβλίο του Τζέρεμι Ρίφκιν. Αυτό που αποκάλεσε "το τέλος της εργασίας" αναγγέλλει το τέλος αυτού που όλος ο κόσμος συνήθισε να ονομάζει "εργασία". Δεν πρόκειται για την εργασία με την ανθρωπολογική ή φιλοσοφική έννοια. Δεν πρόκειται για την εργασία της γέννας ούτε αυτήν του γλύπτη ή του ποιητή. Δεν πρόκειται για την εργασία ως "αυτόνομη δραστηριότητα μετασχηματισμού της ύλης" ούτε για την εργασία ως "πρακτικο - αισθητηριακή δραστηριότητα" μέσα από την οποία το υποκείμενο εξωτερικεύεται παράγοντας ένα αντικείμενο που είναι το έργο του. Πρόκειται μόνο για την "εργασία" που προσιδιάζει στο βιομηχανικό καπιταλισμό: για την εργασία που γίνεται λόγος, όταν λέμε ότι μια γυναίκα "δεν έχει δουλειά", όταν αφιερώνει το χρόνο της στην ανατροφή των παιδιών της και ότι "έχει δουλειά", όταν αφιερώνει μέρος του χρόνου της στην ανατροφή των παιδιών των άλλων σε ένα βρεφονηπιακό σταθμό ή σε ένα νηπιαγωγείο (...). Το να θέλουμε να αρνηθούμε "το τέλος της εργασίας" στο όνομα της αναγκαιότητάς της και της μονιμότητάς της με την ανθρωπολογική ή φιλοσοφική έννοια, δείχνουμε το αντίθετο από αυτό που θέλουμε να αποδείξουμε: γιατί, ακριβώς, η εργασία, με την έννοια της αυτοπραγμάτωσης, της "ποίησης", της δημιουργίας ενός έργου, εξαφανίζεται ταχύτατα στις εικονικές πραγματικότητες της οικονομίας του άυλου. Αν επιθυμούμε να διασώσουμε και να επιμηκύνουμε χρονικά αυτήν την "πραγματική εργασία", επείγει να αναγνωρίσουμε ότι η πραγματική εργασία δεν είναι πλέον μέσα στην "εργασία": η εργασία, με την έννοια της ποίησης, που κάνουμε, δεν είναι πλέον ( ή είναι όλο και πιο σπάνια) μέσα στην "εργασία" με την κοινωνική έννοια, που έχουμε. Η επίκληση του ανθρωπολογικά αναγκαίου χαρακτήρα της δεν αποδεικνύει την αναγκαία διαχρονικότητα της "κοινωνίας της εργασίας". Το αντίθετο: πρέπει να εξέλθουμε της "εργασίας" και της "κοινωνίας της εργασίας", για να ξαναβρούμε το ενδιαφέρον και τη δυνατότητα της "πραγματικής" εργασίας. Ο Ρίφκιν, με τον τρόπο του (που δεν είναι ο δικός μου) δεν λέει άλλο πράγμα: λέει ότι η "εργασία", της οποίας αναγγέλλει το τέλος, θα πρέπει να αντικατασταθεί από δραστηριότητες με άλλα χαρακτηριστικά. Η "εργασία" που ο καπιταλισμός σε αυτήν την έσχατη φάση του καταργεί μαζικά είναι κοινωνική κατασκευή. Γι' αυτό και, ως τέτοια, μπορεί να καταργηθεί (...). Ο καπιταλισμός πέτυχε να υπερβεί την κρίση του φορντιστικού μοντέλου. Πέτυχε, σφετεριζόμενος μια τεχνο-επιστημονική αλλαγή, που υπερβαίνει τον ίδιο και της οποίας, όπως έδειξε ο Ζακ Ρομπέν στο βιβλίο του "Αλλαγή εποχής", είναι ανίκανος να εγγυηθεί την ιστορική και ανθρωπολογική της εμβέλεια. Εξαϋλωσε σε μεγάλο βαθμό τις πρωταρχικές δυνάμεις παραγωγής: την εργασία (είμαστε μόνο στην αρχή αυτής της διαδικασίας) και το σταθερό κεφάλαιο. Στο εξής, η πιο σημαντική μορφή σταθερού κεφαλαίου είναι η αποθηκευμένη γνώση που γίνεται στιγμιαία διαθέσιμη από τις τεχνολογίες της πληροφορίας, ενώ η σημαντικότερη μορφή της εργατικής δύναμης είναι το επίπεδο γνώσεων μιας κοινωνίας (intellect). Ανάμεσα σε αυτό το επίπεδο και το σταθερό κεφάλαιο -δηλαδή ανάμεσα στη ζωντανή γνώση και τη γνώση μηχανή- το σύνορο είναι τώρα ρευστό. Ο μεταφορντικός καπιταλισμός οικειοποιείται τη φόρμουλα του Στάλιν: "Ο άνθρωπος είναι το πολυτιμότερο κεφάλαιο". "Ο άνθρωπος" είναι απορροφημένος στη διαδικασία παραγωγής ως "ανθρώπινος πόρος", ως "ανθρώπινο κεφάλαιο", σταθερό ανθρώπινο κεφάλαιο. Οι ιδιαίτερες ανθρώπινες ικανότητές του ενσωματώνονται στο ίδιο σύστημα με τις άψυχες μηχανές. Γίνεται μέσο παραγωγής στην ολότητά του, μέχρι το είναι του ως υποκείμενο, δηλαδή κεφάλαιο, εργασία και εμπόρευμα ταυτόχρονα. Και στο βαθμό που δεν υπάρχει χρήση των ικανοτήτων του στο σύστημα αξιολόγησης του κεφαλαίου χρήμα, πετιέται, αποκλείεται, θεωρείται ως μη υπάρχων. Ο άνθρωπος -το πολυτιμότερο- κεφάλαιο είναι άνθρωπος που μπορεί να λειτουργεί ως κεφάλαιο. Ετσι, προσλαμβάνει όλη της τη σπουδαιότητα η έξοχη ερώτηση του Λέστερ Θάροου ("Το μέλλον του καπιταλισμού"): "Πώς μπορεί να λειτουργεί ο καπιταλισμός, όταν το σπουδαιότερο κεφάλαιο, το κεφάλαιο γνώση, δεν έχει πλέον ιδιοκτήτη"; Για την ώρα, ο καπιταλισμός προσφέρει δύο μερικευτικές και προσωρινές απαντήσεις: 1. Την "ατομική επιχείρηση", στην οποία "ο άνθρωπος" μεταχειρίζεται τον εαυτό του ως κεφάλαιο και αυτοαξιολογείται ως τέτοιο. Πρόκειται, κατά την έκφραση του Ρίφκιν, για την elite of knowledge workers, που αντιπροσωπεύουν το 4% του αμερικανικού ενεργού οικονομικά πληθυσμού και που κερδίζουν τόσα όσα το μισό ( 51%) όλων των μισθωτών. Ο Ρόμπερτ Ράιχ τούς περιγράφει ως "μικρή ελίτ εύπορων Αμερικανών σε μια χώρα όλο και φτωχότερων εργαζομένων. Τα μέλη αυτής της high-tech νομαδικής φυλής έχουν περισσότερα κοινά συμφέροντα μεταξύ τους απ' ό,τι με τους πολίτες των χωρών όπου κάνουν τις μπίζνες τους... Αποσύρονται όλο και σε πιο απομονωμένους θύλακες... και οι ζώνες δραστηριότητάς τους δεν μοιάζουν σε τίποτα με την υπόλοιπη Αμερική". 2. Η δεύτερη λύση προτείνεται από τις μεγάλες φίρμες: θέτουν υπό κατοχή το "ανθρώπινο κεφάλαιο", εγκαθιδρύοντας προκαπιταλιστικές, σχεδόν φεουδαλικές, σχέσεις δουλείας και ένταξης. Ο καπιταλισμός θα καταρρεύσει, λέει ο Θάροου, εκτός και αν αλλάξει θεμελιακά και προτείνει ένα "μεγάλο πρόταγμα", "μια πειστική θεώρηση ενός καλύτερου μέλλοντος", "τη θεώρηση ενός ανώτερου καλού κοινού σε ολόκληρη την κοινωνία". Ωστόσο, προσθέτει, αυτή η θεώρηση δεν υπάρχει πουθενά, "είναι χρέος της Αριστεράς να την προσφέρει". Αρα, πρέπει να διασώσουμε τον καπιταλισμό παρά τη θέλησή του; Είναι δυνατόν; Υπάρχει κάτι το καλύτερο που μπορεί να γίνει; Μπορούμε στη δική του έξοδο να αντιπαραβάλουμε τη δική μας σε εδάφη που δεν κυριαρχεί; Υπάρχουν, γι' αυτήν την έξοδο, προσπελάσιμοι δρόμοι, σε πλούσιες και περιφερειακές χώρες, σε αυτές που σήμερα συναθροίζονται 800 εκατομμύρια άνεργοι (μικρής ή μακράς διάρκειας) και στις οποίες 1.200 εκατομμύρια νέοι θα χτυπήσουν την πόρτα της "αγοράς εργασίας" τα επόμενα είκοσι πέντε χρόνια; Στις αρχές της δεκαετίας του '60 ήμασταν κάποιοι που διακρίναμε κατώτερες μεταρρυθμίσεις και επαναστατικές μεταρρυθμίσεις. Οι πρώτοι ήθελαν να διορθώσουν τις δυσλειτουργίες της υπάρχουσας κοινωνίας, οι δεύτεροι να την υπερβούν προς μια κοινωνία που προσδίδει νόημα και σκοπό στις ποικίλες δραστηριότητες. Το χρέος της πολιτικής ήταν να οριστούν οι ενδιάμεσοι στρατηγικοί στόχοι, η συνέχεια των οποίων να ανταποκρίνεται στα επείγοντα καθήκοντα του παρόντος, προδιαγράφοντας τη γέννηση μιας άλλης κοινωνίας. Την ίδια προσέγγιση την ξαναβρίσκω σήμερα στον Ανρί Μαλέρ ("Να επιδιώξουμε το ανέφικτο. Η ουτοπία μετά τον Μαρξ, παρά τον Μαρξ", Albin Michel, 1995) και στον Ζακ Μπιντέ ("Θεωρία της Νεωτερικότητας", PUF, 1990) με τον οποίο αισθάνομαι και τη μεγαλύτερη συγγένεια. "Αφότου αρνηθήκαμε να δρούμε εκκινώντας από έναν ριζικά άλλο τελικό σκοπό, κινδυνεύουμε να δούμε να εξαλείφεται το ακριβές όριο ανάμεσα σε ό,τι είναι σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της καπιταλιστικής κοινωνίας και επιδιόρθωσης του καπιταλισμού... Είναι λογικό να βλέπουμε τον κόσμο από το έσχατο διανοητό τέλος του... Αυτοί που τελικά θα εισακουσθούν θα είναι όσοι θελήσουν να αλλάξουν την όψη του κόσμου".



Αντρέ Γκόρζ, Έξοδος από την εργασία, 1997

Δεν υπάρχουν σχόλια: