Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2007

Γαι τη δύναμη της πηγής

«Η επανάσταση της καθημερινής ζωής δεν θ’ αντλήσει την ποίηση της από το παρελθόν, αλλά από το μέλλον και μόνο» Γκυ Ντεμπόρ

Και το παρόν; Φυσικά, ο Ντεμπόρ είχε και άποψη για το παρόν, μόνο που στο προκείμενο μάς αφορά η δική μας άποψη. Στην πρόταση αυτή δεν αναφέρεται το παρόν, γιατί προφανώς –και σωστά- το παρόν είναι το πεδίο όπου αντανακλάται η διαλεκτική λειτουργία της σύνθεσης δεδομένων και προοπτικών. Το παρόν είναι το πεδίο της καθημερινής ζωής, το πιο οριακό «παιχνίδι» -και τα εισαγωγικά παραπέμπουν στην σεβαστή περιοχή της αναπόφευκτης οδύνης– υποκειμενισμού και αντικειμενικής πραγματικότητας, το σημείο συνάντησης σκέψης και δράσης, πραγμάτωσης ή αναίρεσης των προταγματικών «διακηρύξεων». Στο παρόν διαμορφώνεται η υποκειμενική πραγματικότητα μέσω, συγκεκριμένων κάθε φορά, επιλογών και παράλληλα, το εύρος και το βεληνεκές της αντικειμενικής αντανάκλασης αυτών των επιλογών. Όλα αυτά τα αυτονόητα και οι κοινοτοπίες καταργούνται σαν τέτοια όταν διυλίζονται στο πολύπλοκο πλέγμα της αλλοτρίωσης. Κανείς, από αυτούς που προσπάθησαν, δεν απάντησε επί της ουσίας γι’ αυτό το «πολύπλοκο πλέγμα» που ταλανίζει τις απαντοχές και «κανονίζει» τις αντιφάσεις μας. Κι αυτό δεν είναι τυχαίο, αν σκεφτείς την ψυχοδομική πλευρά της αλλοτρίωσης. Μια απάντηση για την αλλοτρίωση θα έμοιαζε σαν καθολική συνταγή- πανάκεια. Εμείς οι ίδιοι θα απαντήσουμε επί της ίδιας της ουσίας μας για την αλλοτρίωση, για την μήτρα των αντιφάσεων, γι’ αυτόν τον πανίσχυρο πόλο του καθημερινού μας ψυχορραγήματος. Στο παρόν μας, στο όνομα αποδοχής της θνητότητας μας, εκεί που καταστρέφεται κάθε θεολογική αναφορά. Καθένας επιλύει τις αντιφάσεις του με τον δικό του τρόπο, κι αυτό θα μπορούσε να ανήκει ακόμα και στις «πρόσφορες» μεθόδους της αστικής αντίληψης εφόσον θα περιορίζεται στα πλαίσια της εξατομικευτικής μοναχικότητας. Ο περίγυρος αντιλαμβάνεται μόνο το αποτέλεσμα της «περίεργης» αυτής διαδικασίας. Περίεργης, γιατί οι άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται με επίγνωση την ταυτότητα των αντιφατικών πόλων, που τους εγκαλούν για το λυτρωτικό ξεπέρασμα, την απαραίτητη, για την αυτοεξέλιξη, σύνθεση. Μέσα στην αφαιρετική αντίληψη των δεδομένων που εμφανίζονται αντιθετικά στην επιφάνεια της συνείδησης, διαμορφώνεται μια δυνατότητα της κυριαρχίας να διεισδύει κατευθύνοντας όχι μόνο τα αποτελέσματα της «εσωτερικής διαλεκτικής» -δυναμώνοντας αυτό που θα λέγαμε αλλότριο (ξένο) πόλο– αλλά και ολόκληρη την διαδικασία «παραγωγής επιλογών», εκτρέποντας την, δημιουργώντας ψευδή δίπολα, ψευδή διλήμματα. Μια αναγωγή σε ό,τι, από αυτή τη διαπίστωση, αφορά την δική μας καθημερινότητα, εμάς που αναγνωρίζουμε με καχυποψία όλες τις δυνατότητες της κυριαρχίας, σε μια προσπάθεια, όχι μόνο να απεγκλωβιστούμε από την «κουλτούρα» της αλλοτρίωσης αλλά, να συγκρουστούμε ανοιχτά με την κοινωνική της νομιμοποίηση, είναι η αποδοχή της διαφυγής από τις πιο απλές και λεπτομερείς καθημερινές καταστάσεις. Είναι γεγονός ότι δεν μπορούμε να αρκούμαστε σε μια εξατομικευτική επίλυση των αντιφάσεων και μόνο. Είναι γνώριμος ο κίνδυνος αναπαραγωγής μια τρέχουσας κυρίαρχης αντίληψης, που θέλει με έναν στρεβλό τρόπο να χαρακτηρίζονται οι ατομικότητες από δεδομένα «χούγια», χαριτωμένα «ελαττώματα», και ηλίθιες εκφορές «ιδιαιτεροτήτων». Η διαδικασία (και τα αποτελέσματα) των επιλογών είναι ελεύθερη όταν γίνεται επικοινωνήσιμη, είναι αυτόνομη όταν νέμεται. Σε όποιο επαναστατικό σχέδιο κι αν αναφερόμαστε, εκεί αντανακλώνται οι όποιες επιλογές μας. Η αποδοχή της λειτουργίας αλλότριων πόλων στην καθημερινότητα μας, δεν κάνει τίποτε περισσότερο από το να τους δικαιώνει, δυναμώνοντας το αντιδραστικό τους περιεχόμενο στο επίπεδο της συνείδησης . Και δυναμώνοντας αυτό το περιεχόμενο, χαλαρώνουν τα κριτήρια μας, εγκλωβιζόμαστε στην κοινοτοπία και την ματαιότητα της όποιας αντίστασης, γιατί δεν είναι μόνο αντικειμενικά δυνατή η αλλοτρίωση, αλλά και γιατί, αργά και σταθερά, της ανήκουμε. Όταν εμφανίζεται συλλογική επικοινωνιακή εμπλοκή, όταν οι κάθε είδους εποικοδομητικές και κριτικές σχέσεις αδυνατίζουν, τότε νομιμοποιείται η εξατομίκευση, έχει την τάση να διευρύνεται ασταμάτητα, δυναμώνει, αφανίζει κάθε τι ζωντανό από τις σχέσεις, καθιερώνει την αδιαφορία, παγιώνει τις αποστάσεις και σαπίζει το συλλογικό βίωμα. Οι κοινωνικές αναφορές μας στην αλλοτρίωση, σε τέτοιες συνθήκες, δεν καταντούν απλά «ανεξήγητα» κοινότοπες και χωρίς έμπνευση, αλλά γελοιοποιούν κάθε σχετικό πρόταγμα απελευθέρωσης.

Τουλάχιστον, να το γνωρίζουμε.

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Εδώ λοιπόν εκρφάζεται μια κοινή, θέλω να πιστεύω, διαπίστωση και ο καθένας μπορεί να έχει φτάσει σε ίδια ή παρόμοια συμπεράσματα μέσα από διαφορετικές διαδρομές, βιώματα, εμπειρίες. Έτσι κι αλλιώς δεν αρχίσαμε να ζούμε και να αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο από τη στιγμή που αρχίζει η κοινή μας εμπειρία. Και νομίζω πως αυτός είναι ένας από τους λόγους που μας κάνει και διατηρούμε το πείσμα πως δεν έχει χαθεί εκείνο το κομμάτι μέσα στο κοινωνικό σώμα που μας κάνει να ελπίζουμε και να προσπαθούμε, τουλάχιστον με αυτό τον τρόπο, να το αναδείξουμε.
Το θέαμα, οι εμπορικές λογικές και οι εργασιακές σχέσεις ανελλειπώς και ποικιλοτρόπως φροντίζουν για την ατομική και κοινωνική αλλοτρίωση. Είναι, κατά τη γνώμη μου, οι τρεις βασικοί πυλώνες της κυριαρχίας που, στις μέρες μας , διαμορφώνουν ιδεολογία (ίσως εδώ να συμπεριελάμβανα και την οικογένεια, το σχολείο και τον στρατό αλλά θεωρώ πως λειτουργούν σε ένα άλλο επίπεδο, προγενέστερο, σαφώς αποδυναμομένοι σε σχέση με παλαιότερες εποχές). Η ιδεολογία αυτή εκβάλλει στις προσωπικές και κοινωνικές στάσεις ζωής την εξατομίκευση, τον ατομισμό, την παραίτηση και την παράδοση. Παρόλα αυτά δεν είναι πρόθεση μου να αναλύσω βαθύτερα πως όλα αυτα επιδρύν πάνω στο κοινωνικό σώμα. Μεταφέρω λοιπόν τη συζήτηση σε ένα άλλο επίπεδο.
Αν λοιπόν εμείς έχουμε την πολυτέλεια να μιλάμε για όλα αυτά από ένα σημείο και μετά, τουλάχιστον έχοντας αναγνωρίσει την κίνηση της κυριαρχίας και προσπαθώντας να την ανακόψουμε, δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν στιγμές ή και περίοδοι που πέφτουμε κι εμείς στα λάγνα δύχτια που απλώνει. Είτε ατομικά ο καθένας/-μια είτε συλλογικά. Ο τρόπος που ξεμπλέκεσαι από αυτά τα δύχτια ανατανακλά και την κοινωνική μας πρόταση. Όταν όμως η επίλυση που επιλέγουμε είναι εξατομικευμένη, αποτελεί προσωπικό τρόπο του καθενός, όταν αφήνεται να γραφικοποιηθεί η εμπλοκή στα γρανάζια του life style, όταν θεωρούμε οτι απότελούμε, κατα ένα μαγικό και ακατανόητο ακόμα κι από εμάς τους ίδιους τρόπο, εξαίρεση τότε αποδυναμώνεται η κοινωνική μας προταγματική σε τέτοιο βαθμό που δεν καταφέρνει να πείσει ούτε εμάς. Όταν αλλοτριώνονται οι φορείς του προτάγματος, αλλοτριώνεται και το ίδιο το πρόταγμα.
Έτσι κι αλλιώς στην ανάλυση μας δεν αναγνωρίζουμε ως μοναδικό μας εχθρό τον υπερθεσμό του κράτους αλλά και όλους τους επιμέρους θεσμούς που τον συνιστούν και απλώνουν τα πλοκάμια τους σε όλα τα πεδία τις καθημερινότητας. Κι εκεί είναι που διεξάγεται ο πιο άμεσος, ασταμάτητος και αδυσώπητος πόλεμος. Εκεί είναι που οι άνθρωποι συναντιούνται, επικοινωνούν ή όχι, μπολιάζονται από την κυριαρχία ή από άλλους ανθρώπους, απαντούν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Αν σε αυτή τη συνάντηση, την επικοινωνία το μπόλιασμα η δική μας απάντηση είναι θολή ή πολύ περισσότερο δεν είναι ριζοσπαστικά πειστική, τότε ναι, υπάρχει ζήτημα. Όσο δεν καταφέρνουμε να είμαστε ειλικρινείς απέναντι σε αυτό τόσο θα αναπαράγουμε λανθανόντως την αλλοτρίωση. Κι όσο δεν καταφέρνουμε να βρούμε ριζοσπαστικά διεξοδικές απαντήσεις απέναντι στα ζητήματα του θεάματος, των εμπορευμάτων και της εμπορευματοποίησης και της εργασίας τόσο θα αποδυναμώνονται τα προτάγματα μας αλλά και δεν θα καταφέρνουμε να τα κάνουμε να λειτουργούν πειστικά πάνω μας.

έχει σημασία; είπε...

Αγαπητέ kosmel80 δεν θα διαφωνήσω μαζί σου για τη σημαντικότητα των τριών πυλώνων σου όσον αφορά τα ιδεολογικά και τα υλικά αλλοτριωτικά δεσμά. Από μια διαφορετική όμως πλευρά. Οικογένεια, σχολείο και στρατός (υπό κρίση πια ως τέτοιος) είναι κλασσικές βαθμίδες κοινωνικοποίησης και εκπειθάχησης κι όχι απλά παραδοδιακές ή αναχρονιστικές. Είναι στην ουσία το "λειτουργικό μας σύστημα" πάνω στο οποίο βασίζονται οι διάφορες κυριαρχικές εφαρμογές (έτσι για να χρησιμοποιήσουμε και τη γλώσσα του μηχανήματος που χρησιμοποιούμε τώρα για να επικοινωνήσουμε). Χωρίς αυτές τις βαθμίδες δεν θα μπορούσαν να κατανοηθούν οι κώδικες εξουσίας από τους υπηκόους για να μπορέσουν στη συνέχεια να αναπαραχθούν και να αναπαράγουν. Το θέαμα, οι εμπορευματικές και οι εργασιακές σχέσεις αξιοποιούν τον βαθμό υποταγής που έχουμε ενσαρκώσει μέχρι την μετ εφηβεία μας αποβλέποντας σε υπέρθεση του βαθμού αυτού.
Κανείς δεν μπορεί να αυτονομηθεί από την κοινωνία που μας περιβάλλει. Είμαστε κι εμείς φορείς των αντιφάσεων, της αλλοτρίωσης, αλλά έχουμε αποφασίσει και δηλώσει σε ποια κατεύθυνση θέλουμε να λύνουμε τις αντιφάσεις. Αυτό δεν σημαίνει ότι τις λύνουμε κιόλας. Πάντως στο βαθμό που ξεπερνάμε τις αντιφάσεις μοιραζόμαστε και τον τρόπο με τον περίγυρο. Η πρότασή μας είναι ο προσανατολισμός αφενός, ως πολιτική αντίληψη, και ο ίδιος ο δρόμος του ξεπεράσματος στο βαθμό που τον κατακτάμε, αφετέρου.
Επαναλαμβάνω μια φράση του βάνεγκεμ: ό,τι δεν ξεπερνιέται σαπίζει κι ό,τι σαπίζει πρέπει να ξεπεραστεί. Κάποιοι άνθρωποι νομίζουν ότι μπορούν να κουβαλάνε την ίδια αντίφαση για καιρό. Δεν μπορούν να φανταστούν πόσο αυτή η δυναμική αντίθεση τούς σαπίζει το κορμί και την ψυχή. Εμείς;

Ανώνυμος είπε...

Μετά από όλα αυτά, λοιπόν, σας χαιρετώ και αυτοκτονώ. Τουλάχιστον.

έχει σημασία; είπε...

Αγαπητέ ανώνυμε μην γίνεσαι κυνικός. Εδώ διατυπώνεται ότι το ξεπέρασμα των αντιφάσεων είναι το σημαντικότερο "στοίχημα" της ζωής, και επομένως, ότι οι αντιφάσεις είναι η ίδια η διαλεκτική της ύπαρξης. Το πρόβλημα βρίσκεται στην αναπαραγωγή των ίδιων αντιφάσεων και μάλιστα σε πεδία που θέτει απριόρι η κυριαρχία. Η Εξουσία θέλει να πειστούμε ότι η μόνη δυνατότητα που έχει αυτός ο κόσμος είναι αυτό που ήδη υπάρχει. Στασιμότητα και φθορά. Χρειάζεται λύση των αντιφάσεων και προχώρημα, διαρκής μετατόπιση σε διαφορετικά επίπεδα σκέψης και πράξης. Πώς αλλιώς θα ξεδιπλωθούν όλες οι δυνατότητες του κόσμου ώστε να καταργήσουν τον μονοδιάστατο χαρακτήρα που θέλει να του επιβάλλει η κυριαρχία;
Ειδάλλως, δεν χρειάζεται να αυτοκτονήσει κανείς τη στιγμή που είναι κατά κάποιο τρόπο ήδη νεκρός (αλήθεια πόσα άδεια βλέμματα συναντάμε καθημερινά;)
Γιατί ζωντάνια και μιζέρια είναι έννοιες ασύμβατες.