Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2007

Τα σύνορα βρίσκονται τόσο κοντά

Το ότι κάποια πύλη οδηγούσε από τον φωτεινό, καθημερινό κόσμο που μέχρι τώρα γνώριζε σ’ έναν άλλο, θαμπό, σκοτεινό, ταραγμένο, απογυμνωμένο, παθιασμένο και καταστροφικό. Ότι ανάμεσα στους τακτοποιημένους ανθρώπους, που η ζωή τους μοιράζεται όπως σ’ ένα στέρεο, διάφανο οικοδόμημα από σίδερο και γυαλί, μεταξύ του γραφείου και της οικογένειας, και στους άλλους, τους απόκληρους, τους ακόλαστους, τους βρομερούς, αυτούς που έχουν βάψει τα χέρια τους με αίμα ή περιπλανιούνται σε λαβύρινθους γεμάτους ουρλιαχτά, δεν υπάρχει μόνο ένα και μοναδικό πέρασμα, αλλά ότι τα σύνορα τους βρίσκονται τόσο κοντά, που λες πολλές φορές συγχέονται, καθιστώντας την επικοινωνία μεταξύ τους πολύ εύκολη, οποιαδήποτε στιγμή…

(Ρομπερτ Μουζίλ, οι αναστατώσεις του οικότροφου Ταίρλες, 1906)

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2007

Στους δρόμους όμηρος, στο άπειρο θνητός

Τι το χειρότερο; Όμηρος της εικόνας σου. Και η εικόνα σου να σημαίνει κομμάτι ενός αιώνιου παρελθόντος. Χαζεύεις φευγαλέα τον εαυτό σου στους καθρέφτες των γυαλιστερών καταστημάτων και απορείς γι αυτό που σημαίνεις εσύ στο χώρο και στο χρόνο. Παραξενεύεσαι όταν σε σκουντάνε οι περαστικοί, λες και το κάνουν για να θυμίσουν την θνητή σου παρουσία, που αδιόρατα αρχίζεις να ξεχνάς. Σταματάς. Κάθεσαι στα σκαλάκια μιας πολυσύχναστης πολυκατοικίας με το κεφάλι ακουμπισμένο στις παλάμες. Σταματάς για να σταματήσεις την κάθε ανειλημμένη σου σύμβαση στην πόλη. Για να ξεφύγεις από τα συμφωνημένα δευτερόλεπτα και να χαθείς στο άπειρο. Εκεί. Μέσα στην πολυκοσμία. Από τα σκαλάκια στο άπειρο. Με τα δάχτυλα ακολουθείς τα αυλάκια του προσώπου σου κι αναγνωρίζεις τα σημάδια από τις παιδικές πληγές, σχεδόν νοιώθοντας το αίμα να τρέχει. Συλλογιέσαι τη δειλία σου όταν έτρεχες να γλιτώσεις από τους πιο δυνατούς. Μερικές φορές, δεν θυμάσαι, ίσως και να είχες προδώσει. Αν όχι, είσαι σίγουρος ότι κάποτε ήσουν σχεδόν έτοιμος να το κάνεις. Τι ταπείνωση! Σκέφτεσαι ότι γι’ αυτές τις στιγμές δεν έχεις μιλήσει σε κανένα μέχρι σήμερα. Σκέφτεσαι ότι κανένα χαρτί, μέσα στα τόσα που έχεις γεμίσει με λέξεις, δεν έχει φιλοξενήσει αυτές σου τις περιγραφές. Μετά μπορείς και παραξενεύεσαι με την χαμένη πια ευκολία με την οποία έκλαιγες. Νοσταλγίες που ανταγωνίζονται τις τωρινές σου εκτονώσεις. Προχωρώντας στο χρόνο γίνεσαι παλικαράκι λοιπόν, με το αίμα να έχει σταματήσει να τρέχει πια. Οι εικόνες έχουν την ιστορία τους. Τι να δείξουν από σένα οι βιτρίνες των γυαλιστερών καταστημάτων; Αυτές μπορούν μόνο να παγώσουν τις στιγμές σου, φευγαλέα μπερδεμένες με την πραμάτεια, που επιτηδευμένα διαλαλούν. Εδώ καταφέρνεις να διαφεύγεις από τους πιο δικούς σου ανθρώπους! Είσαι η πιο απίθανη διάθλαση. Και η επιφάνεια που σε κόβει στη μέση μπορεί να είναι πότε κάποια σκαλάκια και πότε ένα λυπηρό άπειρο. Σηκώνεσαι. Περπατάς κι επιστρέφεις στους αδημονούντες εκβιασμούς. Ενδίδεις χωρίς να μπερδεύεις τις παιδικές ταπεινώσεις με τις ώριμες συμφωνίες σου. Κάποιον χαιρετάς στο δρόμο. Δεν έχει σημασία ποιόν. Διαθλάσαι στην επιφάνεια των εικασιών που Αυτός έχει κάνει για σένα. Προσπαθείς να τον κοιτάξεις στα μάτια για να προλάβεις τον τρόπο που σε λογαριάζει. Αναρωτιέσαι αν γνωρίζει προς τα πού πας και πώς λογαριάζει την κατεύθυνση που σου χρεώνουν οι ανειλημμένοι σου εκβιασμοί. Αυτή είναι η δική του πραμάτεια που ίσως επιτηδευμένα να διαλαλεί στα δικά σου ενδιαφέροντα. Όπως και να’ χει, μάταια. Μαζεύεις μαζί με τα βγαλμένα νύχια σου και τα δάκρυα που καραδοκούν. Χάνεται στο πλήθος όπως και συ. Αναλογίζεσαι ίσως την ματαιότητα της αγωνίας. Σε προσπερνάνε οι εικόνες σου στα παράθυρα των αυτοκινήτων. Αλήθεια πώς τις πρόσεξες; Μήπως είσαι λίγο νάρκισσος; Γιατί ξετρυπώνεις την εικόνα σου από παντού; Γιατί λατρεύεις αυτές τις θολές σου παραμορφώσεις στις λείες διαφάνειες της πόλης; Αν παραπονιέσαι για την άγνωστη ιστορία της εικόνας σου, για ένα ζωντανό κομμάτι σου που χάνεται καθώς εντυπώνεσαι στους Άλλους, τότε δεν έχεις παρά να εμπνευστείς την δημοσιοποίηση του. Αν παραπονιέσαι για την σύγχρονη θεαματική ομηρία σου, τότε δεν έχεις παρά να γίνεις θρασύς και άκομψος με το αιώνιο παρελθόν σου. Η σημαντικότητα της ιστορίας του καθένα είναι αποσιωπημένη από την εικόνα του. Την ιστορία του καθένα θα την καταλάβεις μόνο όταν θα μπορέσεις να νοιώσεις την βαρύτητα των βημάτων του. Αν δοκιμάσεις να τον αγκαλιάσεις και να τον σηκώσεις παιχνιδιάρικα στον αέρα. Αν σκύψεις λίγο πάνω από τα νοήματα του και δοκιμάσεις να τα σώσεις από την πτωτική νομοτέλεια της βαρύτητας. Θυμάσαι ότι συνεχίζεις να κινείσαι στην πόλη. Προσπερνάς σκαλάκια και άπειρο. Σκέφτεσαι ότι πας προς την κατεύθυνση που λήγει με τους εκβιασμούς χωρίς όμως να παύει να τους αναπαράγει καθημερινά. Ακόμη κι εκεί που πας ωστόσο, χωρίς τους εκβιασμούς, δεν έχεις τελειώσει με την ομηρία της εικόνας σου, με την συγκεκριμένη διάθλαση σου στις ελεύθερες ματιές που σε επεξεργάζονται. Ένα κουτσουρεμένο αιώνιο παρελθόν κρύβεται ασφαλές μέσα στην εικόνα που επιμελημένα περιφέρεις. Ακόμη κι εκεί μπορείς να παραξενεύεσαι όταν κάποιος σε σκουντάει κατά λάθος θυμίζοντας σου την θνητότητα. Όχι των επιλογών! Τη δική σου...

Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2007

Το δίκαιο των οδοφραγμάτων


Ο ανδρας της εικονας υφισταται την τιμωρια για συμμετοχη του σε λεηλασιες κατα τη διαρκεια της εξεγερσης στη μεξικανικη πολη Οαχακα. Δεν αναφέρονται λεπτομέρειες για την συγκεκριμένη υπόθεση αλλά είναι προφανές ότι πρόκειται για ένα είδος διαπόμπευσης. Η απόφαση για τέτοιου είδους τιμωρίες παίρνεται με κριτήρια που τίθενται από το δίκαιο των οδοφραγμάτων και περιφρουρείται από τους εξεγερμένους. Πόσα και πόσα ζητήματα δεν ανακύπτουν σε σχέση με την λαϊκή δικαιοσύνη και τις ομοιότητες και τις διαφορές της από την θεσμισμένη αστική δικαιοσύνη...Πέρα από αυτό, ωστόσο, ακόμη και η λεηλασία που δεν είναι από μόνη της εχθρική προλεταριακή πρακτική μπορεί να γίνει τέτοια σε μέρες εξέγερσης, όταν οι στόχοι είναι η διατήρηση των οδοφραγμάτων, όταν οι άνθρωποι που αγωνίζονται εκεί έχουν επιλέξει να εκθέτουν τον εαυτό τους και να αγωνίζονται για πολύ συγκεκριμένους λόγους, από τους οποίους, στο προκείμενο, προφανώς λείπουν οι λεηλασίες. Πάντως, από το δίκαιο των οδοφραγμάτων και των απελευθερωτικών αγώνων έως το δίκαιο των ελεύθερων κοινωνιών δεν πρέπει να υπάρχει απόσταση. Ούτε στο χώρο, ούτε στον χρόνο.

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2007

CocoRosie: Μαύρο Ουράνιο Τόξο

Περιμένοντας τον χρόνο ν' αρχίσει...



Τον περισσότερο καιρό, όμως, η … είχε ενταχθεί στις τάξεις των Δυστυχισμένων Αναμενόντων και των Φονιάδων του Χρόνου. Ω Θεέ μου, υπάρχουν τόσοι πολλοί από δαύτους στη χώρα μας! Φοιτητές που δεν μπορούν να νιώσουν ευτυχισμένοι αν δεν πάρουν πρώτα το πτυχίο τους, φαντάροι που δεν μπορούν να νιώσουν ευτυχισμένοι αν δεν απολυθούν, ανύπαντροι που δεν μπορούν να νιώσουν ευτυχισμένοι αν πρώτα δεν παντρευτούν, εργάτες που δεν μπορούν να νιώσουν ευτυχισμένοι αν δεν πάρουν πρώτα σύνταξη, έφηβοι που δεν μπορούν να νιώσουν ευτυχισμένοι πριν μεγαλώσουν, άρρωστοι που δεν μπορούν να νιώσουν ευτυχισμένοι πριν γίνουν καλά, αποτυχημένοι που δεν μπορούν να νιώσουν ευτυχισμένοι αν πρώτα δεν πετύχουν, ανήσυχοι τύποι που δεν μπορούν να νιώσουν ευτυχισμένοι αν δε σηκωθούν να φύγουν απ’ την πόλη που βρίσκονται. Αλλά και το αντίστροφο- άνθρωποι, άνθρωποι που περιμένουν, περιμένουν τον κόσμο ν’ αρχίσει.

Τομ Ρόμπινς, Ακόμα κι οι καουμπόισσες μελαγχολούν

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2007

Από την απαξίωση της κοινοτυπίας στην κοινοτυπία της απαξίωσης

Διεκπεραιώνουμε την επιβεβαίωση του βασιλείου της κοινοτυπίας. Οι σχέσεις και οι καταστάσεις πλήττονται από την συμβατικότητα, διαλύονται σε θραύσματα κοινοτυπίας, αποτυπώνονται σε ανέμπνευστα ερείσματα, κυριαρχούν σε ένα τοπίο απόλυτης μοναξιάς ή φαντασιακές συντροφιές αιρετικών ελίτ. Τα όρια μεταξύ κοινοτυπίας και υπέρβασης της, χάνονται μέσα σε έναν υποκειμενικό ιδεαλισμό, γίνονται ασαφή και αναγνωρίζονται μόνο στη βάση της αναίρεσης αυτού που θα λέγαμε «παράδοση» . Σε κάθε χώρο, σε όλο το φάσμα όπου εκδηλώνεται η πλοκή των ανθρώπινων συναντήσεων , ο έρωτας, η κουλτούρα, η πολιτική δράση, και εκεί όπου όλα εν τέλει αντανακλώνται: στην κοινωνική δόμηση. Τα κριτήρια αυτού του διαχωρισμού είναι από συναισθηματικά μέχρι και εγκεφαλικά. Από ένα αφαιρετικό «βαριέμαι», μέχρι μια «σύμφωνα με τα ιερά κείμενα» καταγγελία των κομφορμιστικών και αντεπαναστατικών συμπεριφορών. Η αναφορά της καινοτομίας σε ένα άγνωστο ουτοπικό πεδίο, που δεν είναι συνετό να είναι συγκεκριμένο, αλλά, σαφώς εύκολα αναγνωρίσιμο στην εκδήλωση του, δημιουργεί έναν χωρισμό από το κοινότυπο πάντα στην βάση: τι δεν θέλω. Ο αγώνας ενάντια στην κοινοτυπία μοιάζει με τον αγώνα για την ουτοπία: σε κάνει να κινείσαι διαφεύγοντας διαρκώς από τη στενωπό της φθοράς, της μονιμότητας. Έτσι, εμφανίζεται μια καλή σύνδεση του προσωπικού με το πολιτικό. Και ταυτόχρονα εμφανίζονται δυο διαφορετικής ποιότητας αφετηρίες προσέγγισης της υπέρβασης του κοινότυπου. Οι άνθρωποι που με άγχος εκτίθενται στις προσωπικές τους σχέσεις, διαισθάνονται το μάταιο και νομοτελειακό τέλος που επιβάλλουν οι κοινότυπες συμπεριφορές, αγχώνονται, και η αγωνία για ζωντάνεμα των καθημερινών επαφών, τελικά, στην πιο συνήθη εκδοχή, τους προσάπτει μια άλλου είδους κοινοτυπία. Την κοινοτυπία της γραφικότητας. Οι άνθρωποι που ανακαλύπτουν μέσα από μια κριτική πολιτική αναζήτηση την ταύτιση κοινοτυπίας και συμβατικότητας, συνήθειας και κυριαρχίας, επαναπροσδιορίζουν μέσω τυπικών λογικών συμπερασμάτων - πέρα από την πολιτική τους δράση - και τις διαπροσωπικές τους σχέσεις. Αυτές οι «κατηγορίες» ενάντια στο κοινότυπο είναι σαφώς σχηματικές και είναι σίγουρο ότι επικοινωνούν με έναν βέβαιο τρόπο, κάνοντας μας να αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας σε όλο το ενδιάμεσο φάσμα (έστω και διαισθητικά) ή αντιλαμβανόμενοι μια συνάφεια στις ίδιες τις αφετηρίες των «κατηγοριοποιήσεων». Αυτό όμως που έχει σημασία, στο προκείμενο, δεν είναι τόσο η διαδρομή που ακολουθεί κάποιος-α για το ξεπέρασμα του καθημερινού βάλτου, αλλά ο τρόπος που, εν τέλει, το αντιμετωπίζει. Ο Έρμαν Έσσε –θεωρητικός της παγκόσμιας φρικοσύνης– στο μοναδικό του δοκίμιο, πέρα από την λογοτεχνική του ενασχόληση, έγραψε το θαυμάσιο, νιτσεϊκής προέλευσης, τσιτάτο: η συνείδηση είναι σαν μια μηχανή και σε κείνους που την έχουν λείπει απλά το κλειδί για να μπει μπροστά… Όσο για τους άλλους, που δεν έχουν την μηχανή-συνείδηση, προφανώς...λυπάται. Εξαίσιο δείγμα ενός ιδιότυπου ρατσισμού (δηλαδή διαχωρισμού στη βάση πραγμάτων που ο όποιος Άλλος όχι μόνο δεν ευθύνεται γι’ αυτά, αλλά δεν μπορεί και να τα αλλάξει). Έτσι, οι διαφορετικοί, καλυπτόμενοι πίσω από κάποια αφαιρετικά αισθητήρια επιλογής μιας «ενδιαφέρουσας» παρέας (εμπνευσμένης, σουρεαλιστικής, ζωντανής κλπ.), στην ουσία δικαιώνουν σαφώς προβληματικά κριτήρια νιτσεϊκού τύπου. Σε μια προσπάθεια να κοπιάσεις με «μη ενδιαφέροντες» και «βαρετούς» ανθρώπους, σπάζοντας την κρούστα της κοινοτυπίας τους με κείνους τους ανθρώπους (εννοείται που το ζητάνε), αντιπαραθέτεις μια κοινοτυπία άλλου τύπου, αυτήν του να ενδιαφέρεσαι για τον δικό σου πολύτιμο χρόνο, για την δική σου αγωνία, γι’ αυτά που ακολουθούν μόνο τις δικές σου διαθέσεις. Εννοώ ότι, ο Χρόνος αντί να λειτουργήσει και με αντικειμενικά κριτήρια, μια και αφορά σχέσεις, λειτουργεί με σημείο αναφοράς αποκλειστικά το Εγώ. Απ’ την άλλη μεριά έχουμε προφανώς αντιληφτεί ανθρώπους που αγωνίζονται ενάντια στην συμβατικότητα να βρίθουν κοινότυπων επιλογών. Το κοινότυπο έχει κώδικες, που οφείλουμε να τους κάνουμε συγκεκριμένους για να τους σπάσουμε. Κι αν εισάγουμε την μέθοδο μορφής και περιεχομένου, τότε διαπιστώνουμε ότι η κοινότυπη αισθητική πολλές φορές ενέχει έναν εξόφθαλμο πυρήνα άρνησης του κοινότυπου περιεχομένου. Είναι απλή διαλεκτική. Έτσι, η επίκληση της άρνησης της κοινοτυπίας, εμφανίζει τον κίνδυνο μιας άλλης κοινοτυπίας, αυτήν της νιτσεϊκής μοναχικότητας απ’ τη μια, και της πολιτικής απραξίας απ’ την άλλη, ώσπου «κάποτε» να δηλώσει παρουσία η εμπνευσμένη «παρέα» ή η καινοτόμα πράξη.

Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2007

Μα...Ζωή Τάχα; Ζωή Τάχα!

Παρασκευή 30 Μάη 1997

"Συγκλονισμένη είναι η κοινωνία της Λάρισας από την αυτοκτονία της 34χρονης καθαρίστριας Zωίτσας Tάχα, η οποία προχθές το μεσημέρι πήδηξε στο κενό από τον 4ο όροφο του κτιρίου της Aστυνομικής Διεύθυνσης, όπου εκρατείτο, γιατί λίγο πριν είχε συλληφθεί να κλέβει μικροαντικείμενα από σουπερμάρκετ.
«Πω, πω ρεζιλίκι...», ήταν η φράση που επαναλάμβανε διαρκώς λίγες ώρες πριν το πήδημα στο θάνατο, η 34χρονη, που η σύλληψή της, σύμφωνα με τους γνωστούς της, την είχε επηρεάσει τόσο, ώστε να την οδηγήσει σε απόγνωση.
H Zωή, μητέρα τριών ανήλικων αγοριών, δούλευε ως καθαρίστρια σε συνεργείο που είχε αναλάβει τον καθαρισμό του σουπερμάρκετ «Kόντινεντ», εκεί όπου τη συνέλαβαν να έχει κλέψει μικροαντικείμενα αξίας περίπου 60.000 δραχμών.
Aυτό τη διέλυσε. Δεν άντεξε τη ρετσινιά της κλέφτρας. Eτσι την ώρα που βρισκόταν στα γραφεία της Aστυνομικής Διεύθυνσης ζήτησε από τους αστυνομικούς να της ανοίξουν το παράθυρο να πάρει λίγο αέρα γιατί ένιωθε δυσφορία. Οταν ένας από τους αστυνομικούς βγήκε για λίγο από το γραφείο, ζήτησε από τον δεύτερο ένα τσιγάρο. Eκείνος της γύρισε την πλάτη. H Zωή όρμησε προς το παράθυρο. Tο άνοιξε και ανέβηκε στο περβάζι. Ο αστυνομικός την αντιλαμβάνεται και τρέχει να την πιάσει. Γαντζώνεται από το παντελόνι της, αλλά η ίδια πηδά. Tο λινό ύφασμα σκίστηκε στα χέρια του και η Zωή πήδηξε στο θάνατο.
Xθες στον ιερό ναό του Aγίου Xαραλάμπους γράφτηκε ο επίλογος της τραγωδίας. Ο άντρας της και τα τρία παιδιά τους, συγκλονισμένοι, αποχαιρέτησαν για πάντα τη Zωή, ενώ την ίδια ώρα φίλοι και συγγενείς μιλούσαν για έναν άνθρωπο χαμογελαστό, καλό, σωστή μητέρα και σύντροφο, που ποτέ δεν έχει δώσει κανένα δικαίωμα."

Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2007

There's a war

Ασκήσεις αιματηρού ύφους


Ο στρατιώτης Ι.Λ. του Κωνσταντίνου, 24 ετών, ο οποίος υπηρετούσε σε μονάδα της ΕΛΔΥΚ, βρέθηκε νεκρός την Κυριακή το απόγευμα. Όπως ανακοίνωσε το Γενικό Επιτελείο Στρατού, ο 24χρονος καταγόταν από το νομό Αττικής και «τραυματίστηκε θανάσιμα, ενώ εκτελούσε καθήκοντα σκοπού». Τα αίτια του θανάτου ερευνώνται.

Έτσι λοιπόν. Λακωνικά. Μεστά. Πολεμικά. Με το ύφος που ταιριάζει σε σκληρά ανακοινωθέντα πολέμου. Με το ίδιο ύφος που ανακοινώθηκαν οι δεκάδες άλλες "αυτοκτονίες" στον ελληνικό στρατό τις τελευταίες χρονιές. Κορυφές στο παγόβουνο της αιχμαλωσίας, του καταναγκαστικού κοινοβίου, των ματαιοτήτων, των εξευτελισμών, των ταπεινώσεων, των εκβιασμών, της ακατανόητης εξορίας. Στο όνομα της πατρίδας (βλέπε ασκήσεις ύφους μεταξύ κυνισμού και υποκριτικής θλίψης, αξιωματικά στεφάνια, αγήματα και επικήδειους ενίοτε), της θρησκείας (γλίσχρες οιμωγές, φιδίσια ψυχοσάββατα) και της οικογένειας (πώς θα κοιμίσουν τώρα, στρατιώτη Ι.Λ., τη μεγάλη τους μετάνοια;)
Λένε οι Αρχές στη Λυσιστράτη: "χρειαζόμαστε χρήματα για πολεμικές ανάγκες". "Μπά;" Απαντά η Λυσιστράτη. "Κι από πότε έγινε ο πόλεμος ανάγκη;"
Αν είναι ο πόλεμος ανάγκη τους λοιπόν, τότε τι άλλο; Πόλεμο στον πόλεμό τους!
Δεν υπάρχουν αιχμάλωτα δευτερόλεπτα, δεν υπάρχει θητεία αιώνια.
Δεν υπάρχει ελεύθερος χρόνος.
Υπάρχει ελευθερία μέσα στο χρόνο.

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2007

Τι ήθελα να πω;

Οι γαμημένες λέξεις αλλαξοπίστησαν, χτύπησαν στο φλοιό του ύφους σου και δείλιασαν, μετά γύρισαν πίσω θρασίμια, έτοιμες να δικαιολογήσουν τα πάντα, έτοιμες να πηδήξουν σε άλλο νόημα, σε άλλη έννοια, να τονώσουν το δίκιο της σιωπής, να τιμήσουν για μια ακόμη φορά την ανάπηρη Αυτάρκεια, οι γαμημένες λέξεις που δεν σπρώχνουν ποτέ τον αέρα των φωνητικών χορδών, που δεν γνωρίζουν ποτέ τα παιχνίδια της γλώσσας, που δεν αντανακλώνται ποτέ στα αυτιά που τις «προκαλούν», αυτοχειριασμένες ανοησίες, που δεν ακούγονται ποτέ, ή που χάνονται στην αθλιότητα του ψιθυρίσματος και στη μιζέρια της μουρμούρας, που αρκούνται σ’ ένα μάταιο νοητικό αυτιστικό νεύμα μπροστά στον καθρέφτη, που δεν είναι ποτέ εκεί που τις περιμένουν όπως όπως για να προσφέρουν μια ανάσα στοιχειώδους επιβεβαίωσης, οι άνθρωποι να φεύγουν μετέωροι και οργισμένοι από κοντά σου για την έμμονη αδράνεια από την ουσία των βημάτων και των χειρονομιών σου, και μπορεί να μένεις απελπιστικά μόνος μέσα στην ομηρία των ανείπωτων λέξεων, όλα θα ήταν αλλιώς αν τα άφηνες στην μητρική τους απλότητα, αν έπαιρνες μια βαθιά ανάσα που θα αλάφραινε την δυσκολία, αν χαμογελούσες με μια γλύκα που θα εξόριζε την απαγορευτική πολυπλοκότητα, και μη νομίσεις ότι αναφέρομαι στις «λέξεις», υπάρχουν και οι χειρονομίες, οι ζωγραφιές, τα ιερογλυφικά, οι χαρακιές στο ξύλο, στο σίδερο, στο σώμα, τα πυροτεχνήματα, ο χορός, οι κωλοτούμπες, που μπορεί να γίνονται αλλά δεν βλέπονται ποτέ, δεν δείχνονται ποτέ, δεν φαίνονται ποτέ εκεί που πρέπει να ιδωθούν ή να φανούν, μένουν «ορφανές επιδείξεις», ταλαιπωρούν με την αδυναμία της εκπλήρωσης, ταλαιπωρούν με την ηχηρή τους ματαιότητα, σαπίζουν μέσα στη γελοιότητα τους, πεθαίνουν αργά κι ανεπαίσθητα, ήσυχα, σε μια γωνία μαζί με τα πράγματα και τις εκδοχές που θα προκαλούσαν, μια διαρκής τραγικότητα παράλληλη με την ίδια τη ζωή, μια άλλη ζωή, τοπία που χάθηκαν στην θολούρα των ενδεχόμενων, ένα σύνολο από κατευθύνσεις που δεν επιλέχθηκαν ποτέ, πέφτει το σκοτάδι, έρχεται το όνειρο και ο εφιάλτης, κι αυτά τα τοπία της ζωής, που είναι πιο επικίνδυνα μέσα στην θολούρα τους, έρχονται μέσα από την ασφάλεια των ενδεχόμενων, των ανεκπλήρωτων εκδοχών, έρχονται στη χώρα του εσωτερικού σκότους, για να επιτεθούν στα οχυρά της αυτοπεποίθησης, να γεννήσουν αμφιβολίες εφ’ όλης της ύπαρξης, για να σε τρελάνουν οι αφαιρέσεις που σου ζητάνε το λόγο ενώ δεν έχουν το «δικαίωμα», και αθροίζονται, αθροίζονται, συγκροτώντας μια «έρημη χώρα» χαμένη μέσα στο εσωτερικό σκότος, μια χώρα μέσα σε μια άλλη χώρα, ένας ανεκπλήρωτος κόσμος ανεξερεύνητος μέσα στην αδυναμία του, όχι απαραίτητα ανταγωνιστικός αλλά εκνευριστικά παρών, είσαι εσύ και πάλι εσύ μέσα σε όλα, σ’ αυτά που αγγίζεις, που οσμίζεσαι και βλέπεις, αλλά και σ’ αυτά που αχνοφαίνονται, τις νεράιδες, τα στοιχειά, ό,τι σε κάνει να είσαι ένα μυστήριο, ένα οδυνηρό μυστήριο για όλους, ένα ανυπόφορο μυστήριο, αυτές οι ανείπωτες «λέξεις» είναι η ομηρία των εκδοχών σου, η αχίλλειος πτέρνα της «αυτογνωσίας», ο λόγος που μπορεί να υψώσεις τη γροθιά σου στο σύμπαν χωρίς να ρωτήσεις γιατί, χωρίς να περιμένεις απάντηση, γιατί τα σύμπαν δεν είσαι μόνο εσύ, κι οι άλλοι τι λόγο έχουν για τις ανείπωτες «λέξεις», ποια είναι τα όρια σου στο σύμπαν, στο σύμπαν των «άλλων», πού τελειώνεις εσύ και πού αρχίζουν οι «άλλοι», κι αναρωτιέσαι από πού πηγάζει η αδυναμία σου, τι συναντούν οι θρασύδειλες λέξεις και γυρίζουν πίσω, από πού αντλούν το επιχείρημα της διακριτικότητας χωρίς να έχει εκφραστεί κάποιου είδους παραβίαση, και τώρα πώς θα γίνει να περπατήσεις στο ίδιο σου το μυστήριο, ένας αξιοδάκρυτος θνητός χωρίς τους «άλλους», χωρίς «άλλους», πάμφτωχος από ύπαρξη μπροστά σ’ ένα καθρέφτη, διαρκώς, η διαρκής αντανάκλαση μιας ανεξερεύνητης αδυναμίας, η διατήρηση της θλιβερής γοητείας ενός μυστηρίου, και μια εμμονή για προσπέραση, και μια απορία για το τι θα επακολουθήσει, ποιες ανείπωτες «λέξεις» θα προστεθούν στην ειρωνική χώρα, μια απορία αν υπάρχει μια «λέξη» κλειδί που θα απελευθερώσει το παρελθόν, θα καθάρει το μυστήριο και θα εκδικηθεί για όλα τα εσωτερικά σκοτάδια του σύμπαντος σου, αν θα’ ναι μια στιγμή ή ο οδυνηρός χρόνος ενός τοκετού.

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2007

Το κεφάλι πεθαίνει αλλού...

Ανεβαίνοντας το μονοπάτι για την αρχαία Χώρα της Ανάφης συναντάς διάσπαρτα εδώ κι εκεί αγάλματα ακέφαλα όπως αυτό της φωτογραφίας. Πρόκειται για αρχαϊκά αγάλματα (γύρω στο 700πΧ) που κοσμούσαν το περιστύλιο ενός ναού στη Χώρα, στην Παλιά Χώρα, την εγκαταλελειμμένη Χώρα εκεί στην ανεμοδαρμένη κορυφή του νησιού, τη σκυλεμένη Χώρα. Κάποιοι καλοθελητές των παλιών καιρών σκέφτηκαν να ρημάξουν το τοπίο αρπάζοντας τα αγάλματα και να τα πουλήσουν. Τα φόρτωσαν σε γαϊδουράκια και ξεκίνησαν να κατηφορίζουν προς το λιμάνι του νησιού. Λίγο πιο κάτω, όμως, τα έρμα τα ζώα λύγισαν κάτω από το βάρος του μαρμάρου των αγαλμάτων. Τότε οι καλοθελητάδες σκέφτηκαν να τα αποκεφαλίσουν, να πάρουν μόνο τα κεφάλια από τα αγάλματα και να τα πουλήσουν. Συνακόλουθα, ξεφορτώθηκαν τα ακέφαλα πια αγάλματα πετώντας τα δεξιά κι αριστερά στο μονοπάτι. Εκεί όπου τα συναντάς ακόμη και σήμερα πεταμένα.
Μακριά από αρχαιολατρίες κι άλλα ευτράπελα, πρέπει να αφουγκράζεσαι τα κατοικημένα και τα ακατοίκητα αυτού του κόσμου. Όλα τα χαλάσματα -οριζόντια και κάθετα στο χρόνο- έχουν ζωή, αποτυπώματα, ίχνη, σημάδια, γλώσσα. Τα ακέφαλα αυτά αγάλματα είναι σύμβολα. Αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας σ' αυτά. Αντικρίζοντάς τα, χαϊδεύουμε με το χέρι μας το δικό μας λαιμό και αναγνωρίζουμε μια εκδοχή του δικού μας μέλλοντος. Σε έναν κόσμο όπου το χρήμα είναι αρετή.
Όταν στέκεσαι απέναντι σε αυτά τα αγάλματα συγκινείσαι. "Ιδιο"τελώς.
Και τα αιώνια δευτερόλεπτα ταξιδεύουν μαζί με τις απούσες κεφαλές.

αέναη ανταρτοσύνη


Το Βελούχι, μιά λέξη, ένα βουνό, ένα πολύπαθο σημείο αναφοράς στην ιστορία, την Αντίσταση, τον Εμφύλιο, νονός και τάφος του Θανάση Κλάρα, το μεγάλο ανάχωμα, η σίγουρη καταφυγή, η δροσιά και ο πάγος, τα έλατα και τα πλατάνια, τα δυνατά ποτάμια, μια ακινησία που ασφυκτιά, μια κίνηση που δεν διαπραγματεύεται, μια επιθετικότητα που δεν τρομάζει γιατί είναι παντού, διάχυτη, δεσπόζουσα, μια αιωνιότητα θαυμάσιων στιγμών, μια δεξαμενή αέναης ανταρτοσύνης...

μια γλυκιά θνησιγένεια

Βότσαλο ζωγραφισμένο με κάρβουνο και φύλλο πεύκου ριγμένο κάπου στην παραλία της Ερίστου στην Τήλο. Μια μορφή με απροσδιόριστο βλέμμα, γλυκιές ερμηνείες απαλά χαραγμένες στην πέτρα. Μέχρι την πρώτη βροχή που θα την σβήσει για πάντα. Και η φωτογραφική μηχανή παγώνει αυτή την σύντομη θνητότητα για να την περάσει στην αιωνιότητα των δικών μας δευτερολέπτων.

Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2007

πρώτη ψηφίδα

Φωτογραφία από την εποχή της κατοχής στην Αθήνα. Ένα παιδί που σημαδεύει ένα γερμανικό τανκ. Τώρα το πλάσμα αυτό ή θα ταξιδεύει με την αστρόσκονή του στο σύμπαν ή θα πολεμάει με τη βαριά φθορά του χρόνου. Το βλέμμα του όμως σταθερό, αποφασισμένο, σίγουρο μέσα στο μίσος για την τυραννία, γίνεται ένα σημείο αναφοράς για την αυθόρμητη αντίσταση, την ανυπακοή, τον αέναο αγώνα για την ελευθερία.
Είναι μια ακόμη ψηφίδα στα αιώνια δευτερόλεπτα