Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2007

οι εποχές των ελαττωμάτων σε χρόνο ελάσσονα ανατρεπτικό


Έπαρση.

Οι δυνάμεις υπακούουν αυτόματα στην βούληση. Ανυψώνεσαι της πραγματικότητας σου σε τέτοιο βαθμό που την χάνεις. Ανοίγεις ένα χαντάκι και έχεις αντιμέτωπο ένα υπόγειο τείχος. Ενώ πρόκειται για αίσθηση τάφου, έχεις την εντύπωση ότι βρίσκεσαι στην ρίζα της Μιας, αλλά σκληρής, πραγματικότητας. Ότι βρίσκεσαι στην κρύπτη των πυραμίδων της κυριαρχίας και ακούς τις μηχανές της, αδημονώντας για την τελειωτική τους καταστροφή. Καλείς τους άλλους «υπηκόους», σαγηνεμένος, χωρίς όμως να «ακούγεσαι». Μόνο φαίνεσαι απηυδισμένος και ξέρεις ότι σ’ αυτές τις υποθέσεις το βλέμμα δεν φτάνει. Κι αν ακόμη κάποιοι σ’ ακούσουν, δεν μπορείς να εξηγήσεις τη διαδρομή να σε συναντήσουν, γιατί μιλάς ακατάληπτα. Τη δική σου γλώσσα πια. Και ταλανίζεσαι. Ενώ οι άλλοι σού είναι απαραίτητοι γιατί αυτός ο θησαυρός τους αφορά, πρέπει να αποφασίσεις αν θα συνεχίσεις μόνος σου. Και διαλέγεις τους άλλους σαν να επιλέγεις την αναπηρία. Και για να μην το αποδεχτείς επαίρεσαι με το παραμικρό. Μένεις όλο και πιο μόνος και νοσταλγείς διαρκώς το βήμα πριν το θησαυρό, αδιαφορώντας για την διαδρομή.

Νωχελικότητα.

Ο κυνισμός της αδράνειας. Η κυριαρχία μιας διεκπεραιωτικής δύναμης, που η φύση δεν την προορίζει για κυριαρχία. Μια αυτονόητα ανεξήγητη αίσθηση -γιατί αν προσπαθούσε να εξηγήσει τον εαυτό της θα αυτοκαταργούνταν- που επιστεγάζει το σαμποτάρισμα κάθε πρωτοβουλίας. Στην ταξική νοηματοδότηση, αφορά το σαμποτάζ της εργασιακής διαδικασίας, και η συνείδηση αυτού του ίδιου του σαμποτάζ, σημαίνει, αντιστρόφως ανάλογα, την κατάργηση της νωχελικότητας στην προσπάθεια για ενεργητική εκτροπή της κατεστημένης δομής της καθημερινότητας. Η νωχελικότητα κατοχυρώνει τις διαφορές ταχυτήτων, την σιωπηρή δικτατορία της ανούσιας επιβράδυνσης και «διωκόμενη», τείνει να επικαλεστεί έναν «χώρο» που δεν συνορεύει μ’ αυτήν: την ρέμβη. Δεν σημαίνει απαραίτητα απώλεια βούλησης, απώλεια συνείδησης ή απώλεια αποφασιστικότητας. Στο σημείο όμως που κρίνεται, και μεταξύ μας δεν είναι άλλο παρά η ίδια η ανατρεπτική Πράξη, είναι ένα ακατανόητο –κι εκ των πραγμάτων– ανεπικοινώνητο φρένο.

Ματαιοδοξία.

Να κλείνει ο κύκλος της ζωής ήδη από την αφετηρία του. Να παθαίνουν διαδοχικά εγκεφαλικά στην νεότητα τους οι επιθυμίες. Να επιβάλλεις φθινόπωρο στα φύλλα, ενώ ο κορμός ζει την άνοιξη του. Να επικαλείσαι άπειρους λόγους για την απόδειξη του μη νοήματος (α-νόητου) της κάθε πράξης, της κάθε σκέψης, της κάθε επιθυμίας. Η ασυνείδητη –και γι’ αυτό χειρότερη- επικράτεια του μηδενισμού. Είσαι πάντα κάπου ενώ δεν είσαι, κι ενώ δεν πρέπει σύμφωνα με τις ίδιες σου τις δοξασίες σου να είσαι. Κι όμως να μένεις και να ζεις. Δεν είναι ούτε φόβος ούτε δειλία, δεν είναι ούτε εγκεφαλικότητα ούτε ένστικτο, δεν είναι ούτε ρεφορμισμός ούτε ριζοσπαστικότητα. Είναι μια σχιζοφρενικική περίοδος αυτοκαταστροφής. Δεν είναι βίωμα, είναι διασυρμός. Η λατρεία μιας αβίωτης αργής και φυσικής πτώσης. Ούτε καν βιωμένης. Σαν να δοκιμάζεις εκρήξεις σε λατομείο. Ή απομακρύνονται ή σε συνηθίζουν. Οι άλλοι καταφεύγουν στην γραφικότητα για να σε ερμηνεύουν. Φθίνεις.

Κατάθλιψη.

Μια ίσως υγιής θλίψη σε υπερθετικό. Στον ουρανό της σκέψης μαύρα και βαριά σύννεφα χωρίς εντάσεις και ηλεκτρισμό. Μια εσωτερικότητα χαμένη στους λαβυρίνθους με τα αγέλαστα παιχνίδια. Το φετίχ ενός παρελθόντος χωρίς νοσταλγία. Το παρόν σε στιγμές που μόλις κατορθώνουν να διεκπεραιώνονται. Μόνη ελπίδα η διαρκής νίκη της αυτοσυντήρησης ενάντια σε έναν όντως ανεπιθύμητο θάνατο. Όχι αδιάφορο θάνατο. Απέχθεια στις αίθουσες αναμονής. Λατρεία των κεριών και του αταξίδευτου. Αγάπη στην λάμψη των φίλιων ματιών, αλλά αποφυγή κάθε προσωπικής εκφοράς. Ατονική ανθρωπινότητα, ζώντας στην πιο απότομη άκρη της θλίψης τον άνεμο της δυστυχίας, θέλοντας να συνορεύεις διακριτικά με την ατέρμονη νίκη της ζωής και των ατίθασων χαμόγελων. Όχι να ζεις...απλά να γνωρίζεις μια συνέχεια του Όλου. Για να επιβεβαιώνεις την αιώρηση σου σε γκρίζα ακρωτήρια και άρρωστα κίτρινους ανέμους. Ενώ θεωρείς ότι επιτελείς μια αναγκαία για την Ύπαρξη αναγνώριση, ζεις μόνος από τους άλλους κι όχι μόνος για τους άλλους.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Σε διάβαζα παρέα μ'ένα φίλο(Φ.Πεσσόα):

(Έπαρση)
Κι ύστερα πώς μπορώ να με ιστορήσω?Μια τρομακτική οξύτητα των αισθήσεων και η βαθύτατη επίγνωση του γεγονότος της αίσθησης...μια οξυμμένη αυτοκαταστροφική ευφυία και η εξουσιαστική παρουσία του ονείρου που, άπληστο, ζητά να με αποσπάσει...μια βούληση νεκρή και μια σκέψη που τη λικνίζει σαν το ζωντανό παιδί της.

(Νωχελικότητα)
Και με μια απότομη κίνηση ανθρώπου που επιτέλους σκοτώνεται,τραβώ από το σκληρό μου κορμί τα σκεπάσματα του κρεβατιού που στο βάθος του κρυβόμουν.

(Ματαιοδοξία)
Να τα σβήνεις όλα από το μαυροπίνακα από τη μια μέρα στην άλλη, να είσαι καινούριος σαν κάθε καινούριο ξημέρωμα, αέναα παρθένος στη συγκίνηση-αυτό και μόνο αυτό αξίζει τον κόπο του να είσαι ή να έχεις, για να είσαι ή να έχεις αυτό που με τόσο ατελή τρόπο είμαστε.

(Κατάθλιψη)
Πεσιμιστής δεν είμαι.Μακάριοι αυτοί που κατορθώνουν να μεταφράσουν τον προσωπικό τους πόνο σε πόνο συμπαντικό.

{αποσπάσματα από το βιβλίο της ανησυχίας}