Δευτέρα 26 Μαΐου 2008

Μιχάλης: Το μικρό μανιφέστο ενός "ομοφυλόφιλου"

Ξεκινώντας να γράψω για το «θέμα» αυτό, είμαι αναγκασμένος να επιλέξω τη σιωπή. Τη δυνατή εκείνη σιωπή, που θα έπρεπε να το περικυκλώνει, για να εξανεμίσει όλη αυτή τη λαίλαπα της (παρα)φιλολογίας και του επιτηδευμένου στυλ όπου χρόνια καλλιεργήθηκε και που δεν είναι τίποτε άλλο, παρά το τυράκι που έφαγαν όλοι σχεδόν οι ομοφυλόφιλοι για να βγουν να απολογηθούν, γιατί είναι «τέτοιοι».

Κι όμως, μια τέτοια απολογία θέλω να επιχειρήσω κι εγώ, πρώτη και τελευταία, θέλοντας να «πω» ό,τι μέχρι σήμερα θα ήθελα να ακούσω… Ανήκω κι εγώ, φίλε αναγνώστη σ’ αυτή την «ομάδα», που όμως μισώ την ίδια –κι αυτόθελη- γκετοποίηση της. Αρνούμαι να πάω στα gay bar και να καμακώνομαι, επειδή «οι ομοφυλόφιλοι είναι κυνηγετικά πλάσματα». Μ’ αυτόν τον τρόπο, δεν θέλω να κουβαλάω όλη αυτή την ιστορία του… κινήματος, της στάσης που λέγεται gay αγώνας.

Πεδίον του Άρεως, Ζάππειο, Alexander, Αλέκος…γνωστοί τόποι στον gay χώρο, όπου επιχειρείται το ξέρασμα όλης αυτής της ανακύκλωσης της σάρκας, στην ιερότητα της οποίας επιχειρείται η σπίλωσή της με το τετριμμένο, το εφήμερο, το δισυπόστατο, και όπου αναπαράγεται ακόμα και μέσα από την μουσική η σύνδεσή της μες το γυναικείο φύλο. Είμαστε λοιπόν όλοι μας αδελφές του ελέους;

Μια μονάχα δικαιολογία μπορώ να ανιχνεύσω και να προτάξω σ’ όλο αυτό το κομφούζιο: κανείς… “strait”, δηλ. ετεροφυλόφιλος δεν μπορεί να νιώσει, όσο και να συμπαθεί τους gay, όλη αυτή τη δύναμη των gay να ζουν την ζωή τους, όποια κι αν είναι αυτή. Όμως, αυτός είναι ένα άλλο θέμα, όπου σηκώνει άλλου είδους προεκτάσεις

Happenings, εκδηλώσεις, συναντήσεις, μαζώξεις των gay… Μόλις πρόσφατα το περιοδικό «Κράξιμο» οργάνωσε μια τέτοια μάζωξη σε αθηναϊκό λόφο. Μηδέν είς το πηλίκον. Υπαίθριο μπαρ, όπου ο καθένας λειτουργούσε ως διακοσμητικό στοιχείο ενός περιττώματος. Γιατί κύριοι διοργανωτές με καλείτε να παρεβρεθώ με άλλους ομοίους μου –τι λέξη κι αυτή- σ’ ένα χώρο. Για να κάνω τι, για να πω ή να ακούσω τι; Ποια η διέξοδος και η έκφραση μου ως άτομο; Αφήστε μας να συνειδητοποιούμε ο καθένας με τον προσωπικό του τρόπο τι είναι. Εσείς, το μόνο που προσπαθείτε να πετύχετε είναι να επιδείξετε -για μην πω επιβάλλετε- έναν ορισμένο τρόπο συμπεριφοράς, ή ακόμα και να πείτε –και μη σας φανεί παράξενο- το γιατί. Αυτό το γιατί που επιθυμώ να καταρρίψω με τη σιωπή μου.

Αρνούμαι το χαρακτηρισμό ομοφυλόφιλος. Είμαι ένας άνθρωπος που ερωτεύεται ένα ανδρικό σώμα, που κουβαλάει μια ψυχή, που λαχταρώ να γνωρίσω, να απομυθοποιήσω και να χτίσω με τη βοήθεια του το χαμόγελο που θα μας ενώσει.

Δεν είμαι ούτε ομοφυλόφιλος, ούτε ετεροφυλόφιλος, ούτε gay, ούτε αδελφή, ούτε πούστης, ούτε παθητικός, ούτε ενεργητικός.

Απλά: Θέλω να αφήσω, επιτέλους το σώμα μου και την ψυχή μου, να κατευθυνθεί σ’ αυτό που ποθεί. Είτε αυτό λέγεται αιώνιο ερωτικό παιχνίδι, είτε εσώτερος εαυτός.

Εσύ που διαβάζεις τούτες τις λίγες γραμμές και κάτι συν-κινήθηκε μέσα σου να ξέρεις τούτο: θα με βρεις να περπατάω πολλές φορές με υγρά μάτια σε άδειους-γεμάτους δρόμους. Αν κάπου με συναντήσεις και θελήσεις να με γνωρίσεις, άσε τα πολλά από-λογητικά και ελευθέρωσε το σώμα σου στο δικό μου…

Διατηρείστε μου το δικαίωμα, τώρα, να σωπάσω…

Μ., ένας άνθρωπος
Νοέμβρης 1991

*Επίτιμη αναδημοσίευση από το περιοδικό των αναρχικών Ν. Λιοσίων "Χουνέρι"

Κυριακή 18 Μαΐου 2008

Ο έρωτας, η θεωρία του Νίκου και η ανελέητη ζωή

Για τον έρωτα δεν μπορείς να μιλήσεις. Μόνο να τον ζήσεις μπορείς.

Παρόλη αυτή την εύστοχη φράση κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την εξίσου εύστοχη απόπειρα του Ρολάν Μπαρτ στα «αποσπάσματα του ερωτικού λόγου» του. Όλα, επομένως, είναι ανοιχτά και δοκιμάζουν την ευστοχία τους μέσα στο βεληνεκές της αντικειμενικής τους αποδοχής. Ένας φίλος και σύντροφος πριν πολλά χρόνια μού είχε εξηγήσει την θεωρία του για τον έρωτα και τη σχέση. Σύμφωνα με αυτήν, στην αρχή γνωρίζεις έναν άνθρωπο που σε απογειώνει. Δεν γνωρίζεις τίποτε γι’ αυτόν κι όμως αποκόβεσαι από τον κόσμο σα τον θωρείς. Είναι σα να ταξιδεύεις μαζί του μέσα σε ένα βαγόνι τρένου που διασχίζει την καθημερινή ζωή χωρίς να την αγγίζει και χωρίς να αγγίζεται από την πραγματικότητά της. Τι σε έχει συγκινήσει; Μα, η εικόνα του! Ας παρενθέσουμε εδώ τη φράση του ποιητή: ο έρωτας είναι πραγματισμένος εγωτισμός. Προβάλεις στον άλλο αυτά που σου προκαλεί η εικόνα του. Ο άλλος δεν υπάρχει παρά ως ικανοποίηση όλων αυτών που σου προκαλεί. Το στάδιο αυτό της σχέσης που χαρακτηρίζεται από το πάθος, αποτυπώνει με σαφήνεια την ταυτότητα της: με τη λέξη πάθος οι αρχαίοι έλληνες ονομάτιζαν την αρρώστια, καθώς η ετυμολογική ρίζα της λέξης βρίσκεται στο ρήμα πάσχω. Η περιπαθής λαϊκή «καψούρα», λοιπόν, συναντιέται με τον αρχέγονο πόνο της αποστέρησης του άλλου, με την πρώιμη παθολογία. Αυτό το στάδιο συνήθως δεν διαρκεί πολύ. Εδώ, ως μεταβλητή, μπορεί να παρεμβληθεί ο παράγοντας «απόσταση», στην γεωγραφική του κυρίως φυσιογνωμία, μεταβλητή που επιβεβαιώνεται και από την λαϊκή θυμοσοφία με τη φράση: «η απόσταση φουντώνει τα μεγάλα πάθη και σβήνει τα μικρά».

Το επόμενο στάδιο είναι το στάδιο της απομυθοποίησης. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το ταξίδι τελειώνει και η καθημερινότητα έρχεται να αποκαλύψει την πραγματική ταυτότητα του άλλου, καθώς εμφανίζονται οι τριβές και οι συμβάσεις για να διεκδικήσουν την απώλεια της αρχικής κανονικότητας από τον ρομαντισμό και την συναισθηματική ουτοπία. Το πάθος δοκιμάζεται, φιλτράρεται, περιστέλλεται, αμφισβητείται, παλινδρομεί σε μια κατάσταση που είναι μετέωρη, παράγει δυναμικές αντιφάσεις και που πρέπει να λυθεί γιατί πρόκειται για μια κατάσταση επίπονη. Ο ένας αποκαλύπτεται στον άλλο. Αυτό είναι το στάδιο που, συνήθως, προκαλεί το τέλος της σχέσης. «Δεν είσαι αυτός/ή που νόμιζα ότι ήσουν». Αυτή είναι η φράση που αποτυπώνει και το τέλος του πραγματισμένου εγωτισμού. Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν γνώρισε ο ένας τον άλλον. Μόλις τώρα θα άρχιζαν να γνωρίζονται και μόλις τώρα, συνήθως, θα το αρνηθούν. Ο έρωτας, στην πιο λαϊκή αστική του πρόσληψη, ταυτίζεται με το πρώτο στάδιο και συμπυκνώνεται στο εγωτισμένο πάθος. Χωρίς αυτό καμία ερωτική σχέση δεν έχει νόημα. Γι’ αυτό οι περισσότερες σχέσεις είναι σύντομες, σχεδόν ακαριαίες.

Το επόμενο στάδιο είναι εκείνο στο οποίο ο ένας έχει αποδεχτεί τον άλλον, γνωρίζει το σώμα και τις επιθυμίες του, το αξιακό του σύστημα. Το πάθος μεταρσιώνεται σε μια βαθιά ερωτική συντροφικότητα. Ο ένας είναι μέρος του άλλου.

Αυτή η τελευταία προσέγγιση δεν έχει να κάνει με την αποδοχή της σύμβασης ενός γάμου, μιας «αιώνιας αγάπης», τις ηλίθιες τριβές του ηθικού ερωτήματος, την θεσμική τακτοποίηση κάθε είδους σχεσιακών ανασφαλειών. Μακράν του έρωτος τα ταπεινά ελατήρια...

Είναι μια Θεωρία. Όπως και κάθε θεωρία, οφείλει να είναι κλειστή. Επειδή, ωστόσο, η ζωή είναι ανελέητη, υπάρχουν πολλές καταστάσεις που κάνουν μια θεωρία επιβεβαιώμενο εργαλείο ανάλυσης αλλά και πολλές καταστάσεις που δραπετεύουν από κάθε θεωρία. Και ο έρωτας δεν είναι θεωρία. Είναι μια ερώτηση. Μια ερώτηση που σου θέτει η ζωή με την δύναμη του πιο δεσπόζοντος συναισθηματικού της όγκου. Ο έρωτας σπαράσσει την υπόσταση και κάθε φορά φέρνει το υπαρξιακό δράμα στο προσκήνιο. Και καθώς αναρωτιέσαι για το τι είναι ο έρωτας αντιλαμβάνεσαι ότι αναρωτιέσαι για το ποιος πραγματικά είσαι.

Τρίτη 13 Μαΐου 2008

Σάββατο 10 Μαΐου 2008

Με προβλεπτική επιφύλαξη και σχολαστικότητα...

Ως και οι λέξεις άλλαξαν νόημα. Ο πονηρός, ο επιτήδειος, ο ύπουλος, ο ικανός για όλα, έχει τη μεγαλύτερη εκτίμηση και είναι περιζήτητος για σύντροφος και συνεργάτης. Οι συμφεροντολογικοί σύνδεσμοι ασφαλίζουν την επιτυχία στην ορμή για δύναμη κι εξουσία. Οι μοντέρνοι αυτοί πολιτικοί προτιμούν να περάσουν για κακοί παρά για κουτοί. Η αλλαγή αυτή στα φρονήματα είναι κατάπτωση κι εκφυλισμός. Εξωτερικά σημάδια είναι ότι κακές ιδιότητες πήραν χαϊδευτικά ονόματα. Αλογάριαστη τόλμη πέρασε για παλικαριά ωφέλιμη στους συνεταίρους, μανιακή εμπάθεια για βασικό προσόν του άντρα. Αντίθετα περιφρονήθηκαν οι άλλοτε τιμημένες αρετές. Η προβλεπτική επιφύλαξη πέρασε για εύσχημη δειλία, η φρονιμάδα πρόσχημα ανανδρίας, η σχολαστικότητα σε όλα χαλαρότητα σε όλα. Ο αδιάκοπα χολιασμένος απόλυτα ασφαλής, όποιος του αντιλέγει ύποπτος. Όποιος στήνει παγίδες και τα καταφέρνει, έξυπνος, αυτός που τον προλαβαίνει ικανότερος. Το κοινό έγκλημα στερεότυπος δεσμός παρά ο όρκος στους θεούς. Πιο ευχάριστο τους είναι να εκδικηθούν παρά να μην πάθουν κακό. Για αποτελεσματικότερο από την ανοιχτή επίθεση έχουν να κτυπήσουν ύπουλα τον απροετοίμαστο, που έχει την αφέλεια να πιστεύει σε συνθήκες και όρκους. Οι κατεργαραίοι, όπως είναι γνωστό, κερδίζουν ευκολότερα τη φήμη του ικανού παρά οι αδέξιοι του τίμιου.

Θουκυδίδης, Θουκυδίδου ιστορίαι

Όλα γύρω από την άρνηση, μπορούν να φανούν μόνον εκεί που συναντιούνται οι μνηστήρες της άρνησης. Σε αμφιθέατρα ή κάτω από πανώ, σε διαδρόμους ή ταβέρνες και καφενεία, σε κείνα τα πηγαδάκια που οι γητειές, με λέξεις και χειρονομίες, διεκδικούν με αντεπαναστατική αυτάρκεια(;) ένα αξιοδάκρυτο αλάθητο(;). Ο Θουκυδίδης σ’ αυτό το απόσπασμα έκοψε ένα κομμάτι της αρχαίας μετεμφυλιακής πραγματικότητας του, με τόση ζωντάνια που στάζει ακόμη αίμα. Και η αιώνια ζωντάνια του κειμένου επιβεβαιώνεται με το να ερμηνεύει με ακρίβεια και τη δική μας πραγματικότητα. Από τον κατακερματισμό στην αποσύνθεση. Η άρνηση, η ανατροπή, η ελευθερία ενώ αποτελούν διαδοχικές μεταμορφώσεις της πιο εξανθρωπιστικής κίνησης της συνείδησης, κινδυνεύουν να καταντήσουν γελοία άλλοθι μιας εσωστρεφούς ψευδοκοινοτικής νοηματοδότησης. Και ενώ υποτίθεται ότι η ιδεολογία είναι εξόριστη στον αστικό κόσμο, με περίσσεια αυτάρκεια ντύνεται στην πιο ανατρεπτική φιλολογία και με ευκολία κάθεται στις γλώσσες των αρνητών της. Αυτό συνέβαινε πάντα; Ίσως ναι. Η ειδοποιός διαφορά ωστόσο, μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, βρίσκεται αντίστοιχα στην άγνοια και στην αδιαφορία. Σήμερα η άγνοια δεν είναι επιχείρημα. «Όλοι έχουν δίκιο». Αν είναι έτσι, είναι επειδή τους κατανοούμε. Όλες οι έλλογες εκφάνσεις της άρνησης απολήγουν στη συνείδηση μας. Αλλά δεν τους δικαιολογούμε. Και όταν επιλέγουμε το δρόμο μας, επιλέγουμε και τη δική μας άρνηση στις αδικαιολόγητες αρνήσεις. Και αυτό εμείς θέλουμε να το κάνουμε με τη διακριτικότητα της επαναστατικής ευγένειας. Αυτής που «επιβάλλεται» στην δυναμική αντίθεση της διαλεκτικής άρνησης της άρνησης, αναγνωρίζει ποιότητες στις αρνήσεις και προσανατολίζει το μέγιστο βεληνεκές της στον αγώνα με τον οριοθετημένο παλιό κόσμο και μόνο. Σκοπός αυτού του κειμένου δεν είναι να εξοβελίσει ανεπιθύμητες συμπεριφορές. Είναι να θωρακίσει την δική μας ευγένεια, να διατηρήσει το σεβασμό στις ποιότητες των αρνήσεων, αλλά και να απεκδύσει τον μύθο των καλοθελητάδων αυτόκλητων και μη επαναστατών και να επανεξετάσει τα όρια της διακριτικότητας μας. Όταν εμείς απαιτούμε διαρκώς από τους εαυτούς μας και τις σχέσεις μας, δεν μπορεί να αρκούμαστε στις αυτοαναφορικές ακροβασίες. Και η μοναδική απαίτηση που προτάσσεται, δεν μπορεί παρά να είναι η διαρκής μας ωμή αναφορά στην πραγματικότητα των κάθε φορά συνθηκών και στην έμπρακτη απομυθοποίηση της ψευδοποιητικής και ψευδοπολιτικής διάχυτης ρητορικής μυθολογίας. Κι αυτό δεν προϋποθέτει κανενός είδους επίθεση. Προϋποθέτει την άμεση οικειοποίηση των συλλογικών χώρων και από τη μεριά μας, όπως, επίσης, και την άρση της τυχόν διακριτικής σιωπής.

Για το καλό της κάθε υπόθεσης.

Πέμπτη 1 Μαΐου 2008

Μέρα που είναι σήμερα...

Πρέπει να μάθουμε να ξεχωρίζουμε τις μη πραγματοποιημένες ευκαιρίες που τελούν σε ύπνωση στις αναδιπλώσεις του παρόντος. Πρέπει να θέλουμε να αδράξουμε αυτές τις ευκαιρίες, να εκμεταλλευθούμε ό,τι αλλάζει. Πρέπει να τολμήσουμε τη ρήξη με αυτήν την κοινωνία που πεθαίνει και που πλέον δεν θα ξαναγεννηθεί. Πρέπει να τολμήσουμε την έξοδο. Δεν πρέπει να περιμένουμε τίποτε από τη συμπτωματολογική θεραπεία της "κρίσης", γιατί δεν υπάρχει πλέον κρίση: ένα νέο σύστημα εγκαθιδρύεται, που καταργεί μαζικά την "εργασία". Παλινορθώνει τις χειρότερες μορφές κυριαρχίας, υποδούλωσης, εκμετάλλευσης, εξαναγκάζοντας σε έναν πόλεμο όλων εναντίον όλων, για να αποκτήσουν αυτήν την "εργασία" που (το νέο αυτό σύστημα) καταργεί. Αυτό που πρέπει να του προσάψουμε δεν είναι αυτήν την κατάργηση αλλά ότι εξακολουθεί να επιβάλει αυτήν την ίδια "εργασία" ως υποχρέωση, ως νόρμα, ως αναντικατάστατο θεμέλιο των δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας όλων, ενώ ταυτόχρονα καταργεί τις νόρμες, την αξιοπρέπεια και την προσπέλαση προς αυτήν (την "εργασία"). Πρέπει με τόλμη να θελήσουμε την έξοδο από την "κοινωνία της εργασίας": δεν υπάρχει πλέον και δεν θα ξανάρθει. Πρέπει να θελήσουμε το θάνατο αυτής της κοινωνίας για να γεννηθεί μια άλλη πάνω στα ερείπιά της. Πρέπει να μάθουμε να διακρίνουμε το περίγραμμα αυτής της άλλης κοινωνίας πίσω από τις αντιστάσεις, τις δυσλειτουργίες, τα αδιέξοδα του παρόντος. Πρέπει η "εργασία" να χάσει την κεντρικότητά της στη συνείδηση, στη σκέψη, στη φαντασία όλων, πρέπει να τη δούμε με ένα άλλο μάτι, να μην τη σκεφτόμαστε ως κάτι που έχουμε ή δεν έχουμε, αλλά ως αυτό που κάνουμε. Πρέπει να θελήσουμε με τόλμη να επανοικειοποιηθούμε την εργασία. Από αυτήν την άποψη, είναι δηλωτικές οι πολεμικές που προκάλεσε το βιβλίο του Τζέρεμι Ρίφκιν. Αυτό που αποκάλεσε "το τέλος της εργασίας" αναγγέλλει το τέλος αυτού που όλος ο κόσμος συνήθισε να ονομάζει "εργασία". Δεν πρόκειται για την εργασία με την ανθρωπολογική ή φιλοσοφική έννοια. Δεν πρόκειται για την εργασία της γέννας ούτε αυτήν του γλύπτη ή του ποιητή. Δεν πρόκειται για την εργασία ως "αυτόνομη δραστηριότητα μετασχηματισμού της ύλης" ούτε για την εργασία ως "πρακτικο - αισθητηριακή δραστηριότητα" μέσα από την οποία το υποκείμενο εξωτερικεύεται παράγοντας ένα αντικείμενο που είναι το έργο του. Πρόκειται μόνο για την "εργασία" που προσιδιάζει στο βιομηχανικό καπιταλισμό: για την εργασία που γίνεται λόγος, όταν λέμε ότι μια γυναίκα "δεν έχει δουλειά", όταν αφιερώνει το χρόνο της στην ανατροφή των παιδιών της και ότι "έχει δουλειά", όταν αφιερώνει μέρος του χρόνου της στην ανατροφή των παιδιών των άλλων σε ένα βρεφονηπιακό σταθμό ή σε ένα νηπιαγωγείο (...). Το να θέλουμε να αρνηθούμε "το τέλος της εργασίας" στο όνομα της αναγκαιότητάς της και της μονιμότητάς της με την ανθρωπολογική ή φιλοσοφική έννοια, δείχνουμε το αντίθετο από αυτό που θέλουμε να αποδείξουμε: γιατί, ακριβώς, η εργασία, με την έννοια της αυτοπραγμάτωσης, της "ποίησης", της δημιουργίας ενός έργου, εξαφανίζεται ταχύτατα στις εικονικές πραγματικότητες της οικονομίας του άυλου. Αν επιθυμούμε να διασώσουμε και να επιμηκύνουμε χρονικά αυτήν την "πραγματική εργασία", επείγει να αναγνωρίσουμε ότι η πραγματική εργασία δεν είναι πλέον μέσα στην "εργασία": η εργασία, με την έννοια της ποίησης, που κάνουμε, δεν είναι πλέον ( ή είναι όλο και πιο σπάνια) μέσα στην "εργασία" με την κοινωνική έννοια, που έχουμε. Η επίκληση του ανθρωπολογικά αναγκαίου χαρακτήρα της δεν αποδεικνύει την αναγκαία διαχρονικότητα της "κοινωνίας της εργασίας". Το αντίθετο: πρέπει να εξέλθουμε της "εργασίας" και της "κοινωνίας της εργασίας", για να ξαναβρούμε το ενδιαφέρον και τη δυνατότητα της "πραγματικής" εργασίας. Ο Ρίφκιν, με τον τρόπο του (που δεν είναι ο δικός μου) δεν λέει άλλο πράγμα: λέει ότι η "εργασία", της οποίας αναγγέλλει το τέλος, θα πρέπει να αντικατασταθεί από δραστηριότητες με άλλα χαρακτηριστικά. Η "εργασία" που ο καπιταλισμός σε αυτήν την έσχατη φάση του καταργεί μαζικά είναι κοινωνική κατασκευή. Γι' αυτό και, ως τέτοια, μπορεί να καταργηθεί (...). Ο καπιταλισμός πέτυχε να υπερβεί την κρίση του φορντιστικού μοντέλου. Πέτυχε, σφετεριζόμενος μια τεχνο-επιστημονική αλλαγή, που υπερβαίνει τον ίδιο και της οποίας, όπως έδειξε ο Ζακ Ρομπέν στο βιβλίο του "Αλλαγή εποχής", είναι ανίκανος να εγγυηθεί την ιστορική και ανθρωπολογική της εμβέλεια. Εξαϋλωσε σε μεγάλο βαθμό τις πρωταρχικές δυνάμεις παραγωγής: την εργασία (είμαστε μόνο στην αρχή αυτής της διαδικασίας) και το σταθερό κεφάλαιο. Στο εξής, η πιο σημαντική μορφή σταθερού κεφαλαίου είναι η αποθηκευμένη γνώση που γίνεται στιγμιαία διαθέσιμη από τις τεχνολογίες της πληροφορίας, ενώ η σημαντικότερη μορφή της εργατικής δύναμης είναι το επίπεδο γνώσεων μιας κοινωνίας (intellect). Ανάμεσα σε αυτό το επίπεδο και το σταθερό κεφάλαιο -δηλαδή ανάμεσα στη ζωντανή γνώση και τη γνώση μηχανή- το σύνορο είναι τώρα ρευστό. Ο μεταφορντικός καπιταλισμός οικειοποιείται τη φόρμουλα του Στάλιν: "Ο άνθρωπος είναι το πολυτιμότερο κεφάλαιο". "Ο άνθρωπος" είναι απορροφημένος στη διαδικασία παραγωγής ως "ανθρώπινος πόρος", ως "ανθρώπινο κεφάλαιο", σταθερό ανθρώπινο κεφάλαιο. Οι ιδιαίτερες ανθρώπινες ικανότητές του ενσωματώνονται στο ίδιο σύστημα με τις άψυχες μηχανές. Γίνεται μέσο παραγωγής στην ολότητά του, μέχρι το είναι του ως υποκείμενο, δηλαδή κεφάλαιο, εργασία και εμπόρευμα ταυτόχρονα. Και στο βαθμό που δεν υπάρχει χρήση των ικανοτήτων του στο σύστημα αξιολόγησης του κεφαλαίου χρήμα, πετιέται, αποκλείεται, θεωρείται ως μη υπάρχων. Ο άνθρωπος -το πολυτιμότερο- κεφάλαιο είναι άνθρωπος που μπορεί να λειτουργεί ως κεφάλαιο. Ετσι, προσλαμβάνει όλη της τη σπουδαιότητα η έξοχη ερώτηση του Λέστερ Θάροου ("Το μέλλον του καπιταλισμού"): "Πώς μπορεί να λειτουργεί ο καπιταλισμός, όταν το σπουδαιότερο κεφάλαιο, το κεφάλαιο γνώση, δεν έχει πλέον ιδιοκτήτη"; Για την ώρα, ο καπιταλισμός προσφέρει δύο μερικευτικές και προσωρινές απαντήσεις: 1. Την "ατομική επιχείρηση", στην οποία "ο άνθρωπος" μεταχειρίζεται τον εαυτό του ως κεφάλαιο και αυτοαξιολογείται ως τέτοιο. Πρόκειται, κατά την έκφραση του Ρίφκιν, για την elite of knowledge workers, που αντιπροσωπεύουν το 4% του αμερικανικού ενεργού οικονομικά πληθυσμού και που κερδίζουν τόσα όσα το μισό ( 51%) όλων των μισθωτών. Ο Ρόμπερτ Ράιχ τούς περιγράφει ως "μικρή ελίτ εύπορων Αμερικανών σε μια χώρα όλο και φτωχότερων εργαζομένων. Τα μέλη αυτής της high-tech νομαδικής φυλής έχουν περισσότερα κοινά συμφέροντα μεταξύ τους απ' ό,τι με τους πολίτες των χωρών όπου κάνουν τις μπίζνες τους... Αποσύρονται όλο και σε πιο απομονωμένους θύλακες... και οι ζώνες δραστηριότητάς τους δεν μοιάζουν σε τίποτα με την υπόλοιπη Αμερική". 2. Η δεύτερη λύση προτείνεται από τις μεγάλες φίρμες: θέτουν υπό κατοχή το "ανθρώπινο κεφάλαιο", εγκαθιδρύοντας προκαπιταλιστικές, σχεδόν φεουδαλικές, σχέσεις δουλείας και ένταξης. Ο καπιταλισμός θα καταρρεύσει, λέει ο Θάροου, εκτός και αν αλλάξει θεμελιακά και προτείνει ένα "μεγάλο πρόταγμα", "μια πειστική θεώρηση ενός καλύτερου μέλλοντος", "τη θεώρηση ενός ανώτερου καλού κοινού σε ολόκληρη την κοινωνία". Ωστόσο, προσθέτει, αυτή η θεώρηση δεν υπάρχει πουθενά, "είναι χρέος της Αριστεράς να την προσφέρει". Αρα, πρέπει να διασώσουμε τον καπιταλισμό παρά τη θέλησή του; Είναι δυνατόν; Υπάρχει κάτι το καλύτερο που μπορεί να γίνει; Μπορούμε στη δική του έξοδο να αντιπαραβάλουμε τη δική μας σε εδάφη που δεν κυριαρχεί; Υπάρχουν, γι' αυτήν την έξοδο, προσπελάσιμοι δρόμοι, σε πλούσιες και περιφερειακές χώρες, σε αυτές που σήμερα συναθροίζονται 800 εκατομμύρια άνεργοι (μικρής ή μακράς διάρκειας) και στις οποίες 1.200 εκατομμύρια νέοι θα χτυπήσουν την πόρτα της "αγοράς εργασίας" τα επόμενα είκοσι πέντε χρόνια; Στις αρχές της δεκαετίας του '60 ήμασταν κάποιοι που διακρίναμε κατώτερες μεταρρυθμίσεις και επαναστατικές μεταρρυθμίσεις. Οι πρώτοι ήθελαν να διορθώσουν τις δυσλειτουργίες της υπάρχουσας κοινωνίας, οι δεύτεροι να την υπερβούν προς μια κοινωνία που προσδίδει νόημα και σκοπό στις ποικίλες δραστηριότητες. Το χρέος της πολιτικής ήταν να οριστούν οι ενδιάμεσοι στρατηγικοί στόχοι, η συνέχεια των οποίων να ανταποκρίνεται στα επείγοντα καθήκοντα του παρόντος, προδιαγράφοντας τη γέννηση μιας άλλης κοινωνίας. Την ίδια προσέγγιση την ξαναβρίσκω σήμερα στον Ανρί Μαλέρ ("Να επιδιώξουμε το ανέφικτο. Η ουτοπία μετά τον Μαρξ, παρά τον Μαρξ", Albin Michel, 1995) και στον Ζακ Μπιντέ ("Θεωρία της Νεωτερικότητας", PUF, 1990) με τον οποίο αισθάνομαι και τη μεγαλύτερη συγγένεια. "Αφότου αρνηθήκαμε να δρούμε εκκινώντας από έναν ριζικά άλλο τελικό σκοπό, κινδυνεύουμε να δούμε να εξαλείφεται το ακριβές όριο ανάμεσα σε ό,τι είναι σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της καπιταλιστικής κοινωνίας και επιδιόρθωσης του καπιταλισμού... Είναι λογικό να βλέπουμε τον κόσμο από το έσχατο διανοητό τέλος του... Αυτοί που τελικά θα εισακουσθούν θα είναι όσοι θελήσουν να αλλάξουν την όψη του κόσμου".



Αντρέ Γκόρζ, Έξοδος από την εργασία, 1997