Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2007

Ἀπροσδιόριστη χρονολογία


Αὐτὴ ἡ μέρα πέρασε χωρὶς καμιὰν ἀπόχρωση
Τόσο διαφορετικὴ ἀπὸ τὶς ἄλλες μέρες
(Ἴσως ἡ ἀπαρχὴ ὁμοίων ἡμερῶν)
ἔσβησεν ἔτσι ἀνάλαφρα ὅπως ᾖρθε
χωρὶς νὰ παιχνιδίσει ὁ ἥλιος στὰ κλαδιὰ
Τράβηξε τὶς κουρτίνες της μὲ διάκρισην ἡ νύχτα.
Μιὰ μέρα τόσο διάφορη ἀπ᾿ τὶς ἄλλες
Χωρὶς τὰ σύμβολα τοῦ «πλήν» καὶ τοῦ «σὺν»
π᾿ αὐλακώνουν τὴ σκέψη
Χωρὶς νὰ βαραίνει κἂν τὴ ζυγαριὰ τῆς μνήμης
Πὲς σὰ μιὰ σαπουνόφουσκα ποὺ τρυπήσαμε μὲ τὴν καρφίτσα
Σὰν τὸν καπνὸ τσιγάρου χωρὶς ἄρωμα.
Ἔτσι ἔπεσε ἕνα φύλλο ἀπὸ τὸ καλαντάρι
Δίχως τὸν παραμικρότερο ἦχο
(Χάθηκε καὶ δὲν ψάξαμε νὰ τὸ βροῦμε)
Ἔμεινε τὸ συρτάρι μας ὅπως τὸ ἀφήσαμε.
Ἴσως -λές- πὼς δὲν ἤτανε κἂν μία μέρα
Μόνο που σήμερα φωνάζουν ἀρνητικὰ οἱ ἀριθμοὶ
Τὸ ρολόι γυρισμένο ἕνα ἀκόμη εἰκοσιτετράωρο
-Λές- πῶς περάσαμε ἀσυνείδητα τὰ μεσάνυχτα
Ἕναν ὁλόισιο ἀσφαλτοστρωμένο δρόμο.


M. Αναγνωστάκης

Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2007

Αγαπητέ μου Εμμανουήλ...

Αγαπητέ Κωνσταντίνε (τελεία).
Σας γράφω δια πρώτην φοράν μετά σφοδρής επιθειμίας δικής μου αλλά και της καλής μου Δωροθέας. Είμεθα καλά εις την υγείαν μας και το αυτό επιθειμούμε και δι εσας. Αι ορθογραφικαί μου δυνατότητες είναι περιορισμέναι και εκλιπαρώ δια την συγχώρεσή σας. Έλαβα τις ελιές και το λάδι που μουστείλατε και σας αποστέλω τις καλύτερες ευχές μου.
περνούμε τον καιρόν μας όσο καλύτερα εμπορούμε αν και αυτό καταντάει δύσκολον πίνομεν κανέναν καφέ, τρώμε κανένα παϊδάκι, ακούμε τα άσματα ενός τροβαδούρου μας που ίσως έχετε ακουστά (NEILιάδης YOUNGόπουλος), ε ακούμε και ολίγον 9,61 δια την καθημερινήν μας ενημέρωσιν. Η ζωή εδώ στην επαρχίαν είναι παράξενη και ολίγον δύσκολη αλλά πληροφορούμαι παρά της Δωροθέας ότι στας Αθήνας είναι χειρότερη (μπας και στερείστε τα παϊδάκια;) Σας διακόπτω τώρα την συγγραφήν των απόψεών μου περί του κοινωνικού μετασχηματισμού και τιν επίρεια του σταρχιδικού εναλλακτισμού σ' αυτόν (αυτόν στην πρώτη γραμμή) όχι μόνο "καλύτερα να έχεις δικό σου αυτοκίνητο παρά δικές σου απόψεις" αλλά σε δέκα λεπτά της ώρας το αξιολάτρευτο πλάσμα που αυτοχαρακηρίζεται ως δώρον του θεού θα μπορεί να με επικαλεί στησιματία. Δηλαδή θα μου ειπεί "Μανώλη με έστησες".
φαντάζεστε τη ζημία δύναται να προκαλέσει η δημόσια τεκμηριωμένη παραπάνω παρατήρηση εις το κοινωνικοπολιτικό μου προτσές; Επιφυλάσσομαι να συνεχίσω εις τακτόν χρονικό διάστημα.
Το πλήρωμα του χρόνου (όλοι λαθρεπιβάται) με ξανάφερε μπροστά σ' αυτό το φύλλο. καλά να περνάτε εκεί πάνω. Και αν εκεί "η νύχτα είναι ολόφωτη κι η μέρα σκοτώνει" κατέβα μια βόλτα προς τα δω.
Τίποτα άλλο
Τίποτα διαφορετικό
Τίποτα το ίδιο

Εμμανουήλ
Ρόδος 14.1.1993

Ο Εμμανουήλ μού ήταν άγνωστος και παρέμεινε άγνωστος. Ο καλός της φίλης μου της Δωροθέας με την οποία χώρισαν χωρίς να προλάβουμε να γνωριστούμε. Ένα μετέωρο άπλωμα του χεριού που έμεινε μετέωρο "με το πλήρωμα του χρόνου". Ας του είχα στείλει τουλάχιστον το λάδι και τις ελιές. Το πρώτο και τελευταίο γράμμα του ένα όμορφο λουλούδι, ένα δώρο του παρελθόντος, από έναν άγνωστο και απερπάτητο κήπο. Που έχει τόσα λουλούδια αυτάρκη αλλά και αδημονούντα ταυτοχρόνως. Είναι οι πιο φωτεινές φωτοβολίδες αυτές οι επερχόμενες γλυκά καταραμένες συναντήσεις, οι περίπατοι, οι κήποι, τα λουλούδια, οι άνθρωποι. Το χαμόγελο που ακούμπησε στα χείλη μου απαλά αυτό το γράμμα είναι η μικρή μου γιορτή, είναι ένα γλυκό χάδι από το παρελθόν μέσα στο μπουμπουνητό της βλακείας που χαρακτηρίζει συνήθως αλλά και ιδιαίτερα αυτού του είδους τις μέρες.

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2007

Στον ήλιο του Φλέτσερ...

Ο πλοίαρχος Φλέτσερ

Ο Γερμανός εμποροπλοίαρχος Χένρυ Φλέτσερ

εξόκειλε στον Ματαπά με το φορτηγό «Σχελδ»,

γιατί λόγω ομίχλης δεν μπόρεσε να κατεβάσει τον ήλιο με τον Εξάντα.

Τρελάθηκε και πέθανε στον Πειραιά από ηλίαση.


Ο πλοίαρχος Φλέτσερ έριξε τον «σχελδ» στον Ματαπά

Μια μέρα που των θαλασσών πάλευαν τα στοιχεία

Γιατί ήλιος δεν φαινότανε το στίγμα του να βρει

Ούτε μπορούσε απ’ τις στεριές να πάρει αντιστοιχία


Κι αυτό στο μέρος που έπεσεν εσφήνωσε βαθιά

Τόσο που οι βράχοι οι μυτεροί μεμιάς το καταστρέψαν

Μα τίποτ’ απ’ το πλήρωμα δεν έπαθε κανείς

Κι όλοι με κάποιο ρυμουλκό στον Πειραιά επιστρέψαν


Σε λίγες μέρες φύγανε, τρισάθλιοι ναυαγοί

Μια μελαγχολική, στυγνά θλιμμένη συνοδεία

Κι έμεινε ο Φλέτσερ μοναχά, ζητώντας στο πιοτό

Την πίκρα του στα βρωμερά να πνίξει καφωδεία


Κοντός με το πηλήκιο του το γείσο το χρυσό,

Και με τα τέσσερα χρυσά γαλόνια του τ’ αστέρια

Έμπαινε μόλις άρχιζε ν’ απλώνει η νυχτιά

Και την αυγήν αναίσθητο τον βγάζανε στα χέρια


Μα τα γαλόνια ξέφτισαν και σκίστηκ’ η στολή

Τα ωραία του ρούχα επούλησε την πέτσινή του τσάντα

Κι ένα εργαλείο εκράτησε μοναχά, ναυτικό,

Τ’ όργανο εκείνο που μετράν τον ήλιο, τον εξάντα


Η στενοχώρια και το αλκοόλ δουλεύοντας σιγά

Μέρα τη μέρα σ’ ένα χαίνον χάσμα τον ωθούσαν

Τρελάθηκε. Τον πείραζαν στους δρόμους τα παιδιά

Κι οι ψείρες πάνω στα ξανθά του γένια περπατούσαν


Όταν ο ήλιος φλόγιζε τον αττικό ουρανό

Αυτός με τον εξάντα του στο χέρι εξεκινούσε

Το ύψος του γοργά υπολόγιζε σε μια μαούνα ορθός

Κι ύστερα αισχρά μουντζώνοντας τον ήλιο, εβλαστημούσε


Μα κάποια μέρα βλέποντας με τ’ όργανο ψηλά

Έφυγε για το σκοτεινό λιμάνι του θανάτου

Ενώ σιγά σαν πάντοτε, φαιδρός και φλογερός

Ο ήλιος την κανονική διέσχιζε τροχιά του.

Ν. Καββαδίας, Μαραμπού, 1933


Ένας φίλος έλεγε τις προάλλες, ότι ακόμη και στο χωριό του βρίζουν τους αναρχικούς, ακόμη κι εκεί, τόσο μακριά, στις πλαγιές ενός απόμακρου βουνού... Θα πεις, ότι ακόμη κι εκεί φτάνουν οι εικόνες της τηλεόρασης, εικόνες που δεν χρειάζονται να διαθλάσουν την πραγματικότητά μας, μια και η διάθλαση προϋποθέτει και κάποια σχέση με τηνσυγκεκριμένη πραγματικότητα. Οι μακρινοί χωρικοί δεν γνωρίζουν. Ο Φλέτσερ δεν είναι απαραίτητο να γνώριζε τα λιμάνια ούτε τους ανθρώπους τους. Έπρεπε απλά να φτάσει εκεί, επειδή λάτρευε το ίδιο το ταξίδι μέχρι τον προορισμό του. Οι άνθρωποι των λιμανιών ήταν η κορνίζα του ταξιδιού του. Ήταν ο χαμένος του χρόνος. Ένας χρόνος χωρίς ταξίδι ήταν το δικό του τίποτα.

Οι χωρικοί είναι πιθανόν να πεθάνουν χωρίς να γνωρίσουν τίποτε από έναν άλλο λόγο για την ελευθερία, τίποτε ίσως από μια πλευρά της δικής τους ελευθερίας, να μην γνωρίσουν την πραγματικότητα πέρα από τις «επιστημονικά» διαθλώμενες εικόνες των οθόνων. Οι αναρχικοί θα παραμείνουν απειλητικές και θορυβώδεις σκιές μέσα σε ένα κουτί, στο οποίο οι χωρικοί δεν πρόκειται να αντιπούν ποτέ τίποτε.

Ίσως οι αναρχικοί –συντροφιά με την θορυβώδη εικονική τους σκιά- εντέλει μοιάζουν να λατρεύουν όλο το ταξίδι μέχρι τον προορισμό. Ο πλοίαρχος Φλέτσερ χάθηκε στην ομίχλη, τα εργαλεία του δεν κατέβασαν τον ήλιο όπως απαιτούσε το ταξίδι, και εξόκειλε, χωρίς ευτυχώς το πλήρωμα να χάσει τίποτε περισσότερ, πέρα από την αξιοπρέπειά του, κι αυτό για λίγο. Αυτός έχασε τον προορισμό του. Δεν τελείωσε ποτέ το ταξίδι όπως αυτός ήθελε. Οι αναρχικοί περιφρονώντας την διαθλώμενη εικόνα τους, μέσα στην ομίχλη των προθέσεων, χάνουν τη σκιά τους μαζί με τον ήλιο της πιο σκληρής πραγματικότητας. Τα διαδικαστικά εργαλεία δεν βοηθάν το ταξίδι και ο χρόνος στην αδημονούσα ξέρα (οι φάροι ανήκουν στην κυριαρχία) μαζί με την αξιοπρέπεια διαπραγματεύεται και μικρές προσωπικές ελευθερίες. Ο Φλέτσερ τρελαίνεται αργά και σταθερά στον προορισμό του ανολοκλήρωτου ταξιδιού. Οι άνθρωποι του λιμανιού δεν μπορούν να κάνουν τίποτε γι’ αυτόν. Πεθαίνει με τα εργαλεία του βρίζοντας τον ήλιο. Πεθαίνει από τον ήλιο.

Τουλάχιστον ο Φλέτσερ πέθανε συνεπής στο ταξίδι. Όσον αφορά μερικούς αναρχικούς του παρελθόντος, μετά την «ξέρα», στην συντριπτική τους πλειονότητα ούτε τρελάθηκαν, ούτε κράτησαν αυτό το αδικαίωτο εργαλείο, ούτε φυσικά και πέθαναν. Περιφέρουν την απλή τυπική λογική και κανείς δεν γνωρίζει αν στην τσάντα τους κουβαλάνε και την απόγνωση. Για μας, που έχουμε μπαρκάρει κι είμαστε στη μέση του ταξιδιού, ας μην αφήνουμε τίποτα ατιμώρητο από αδιαφορία, ας εφευρίσκουμε διαρκώς καινούργια εργαλεία στη διαδρομή, ας ξεκαθαρίζουμε επί τόπου τις ομιχλώδεις προθέσεις και ας υποκλινόμαστε στις μικρές ελευθερίες των ανθρώπων του κάθε μας προορισμού.

Για να μην περιφέρουμε ένα οδυνηρό «γαμώτο» μέχρι να μας εξοντώσει ένας ενδεχόμενος ήλιος της πιο σκληρής πραγματικότητας.

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2007

Όταν ανατέλλει πρόσφυγες




Ταξίδι στα συνώνυμα

ΠΟΡΤΡΑΙΤΑ ΕΠΙΘΕΤΩΝ, ΡΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΩΝ

πάντα αγέλαστοι,

όταν κοιμούνται αγριεύονται,

με το βλέμμα των “αγράμματων”,

εξουθενωμένων από την αγωνία και την ανάγκη,

με τον άνεμο της δυστυχίας και το θρόισμα της απόγνωσης,

και την απορία, την αμηχανία,

μια θλίψη σα θυμός που ασφυκτιά,

ξεπεσμός χωρίς ντροπή,

την ντροπή την έπνιξε η ταλαιπωρία,

όλα ακροβατούν πάνω στον τεντωμένο φόβο,

στη φρίκη που πρέπει να μείνει πίσω,

μπούχτισμα από τις απώλειες,

οι βιαστικοί αποχωρισμοί που τρυπώσαν στα όνειρα,

φθόνος για την ατυχία,

και ένα δάκρυ πάντα διαθέσιμο,

η ακατάληπτη ευγένεια των εκτεθειμένων,

η ελπίδα πεθαίνει πάντοτε πρώτη,

έρημοι,

αλλά ίσως ζωντανοί σε μια μετά θάνατον ζωή,

καρτερούν το άγνωστο,

με τη μνήμη στην κόλαση,

και τα κότσια στο μέλλον,

ψηλαφούν με κρυμμένη περηφάνια

τον μονόδρομο της ξενιτιάς,

παραβαίνοντας με νηφάλιο θράσος,

ψάχνοντας τις προσδοκίες,

έχουν ήδη χάσει

ΣΤΟ ΧΑΟΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΤΑΞΗΣ

της ψύχραιμης λεηλασίας,

με διωγμούς, βομβαρδισμούς, βασανιστήρια, θρήνους, πείνα,

γνωρίζουν το ρήμα εγκαταλείπω,

ανάμεσα σε συμφορές και συντρίμμια,

σε κάποια ανατολή της απόφασης,

με οδοιπορία έως το πέρασμα,

ή με τη θάλασσα, να αποπλέουν από μια αποβάθρα,

στην απαραίτητη μεσόγειο,

με τα ναύλα των δούλων στο χέρι,

με τον προορισμό τους στα χέρια του έμπορου και της τύχης,

λέμβος, λιμάνι, νύχτα, ξεφεύγω, πλοιάριο, σωσίβιο, βουλιάζω, πνιγμός ή γλιτώνω, σώζομαι, φυγή,

αποβιβάζομαι γυμνός,

έσχατοι χωρίς κραυγές στην ησυχία των συνόρων,

κρυμμένοι,

σε μάταιο καταφύγιο,

και την αγριάδα των κυνηγημένων

ΟΙ ΑΚΤΕΣ ΤΩΝ ΠΕΡΙΠΟΛΩΝ

ξανά στις όχθες της αδικίας,

στην πολιτισμένη ευγένεια της απαξίας,

στον περίφρακτο κι ακατ-ανόητο αποκλεισμό,

στην φτωχή γλώσσα της αποξένωσης,

στην παθογένεια της δημοκρατίας

ΣΤΟΝ ΒΑΡΕΤΟ ΜΟΝΟΛΟΓΟ ΤΗΣ ΝΤΟΠΙΑΣ ΚΑΘΑΡΟΤΗΤΑΣ

να ένα νέο πρόσωπο των άλλων,

με τους κανόνες τους να είναι αντικανονικοί,

τουλάχιστον ενοχλητικοί με το εκβιαστικό πρόβλημα τους,

αταίριαστοι με την ομοιογένεια των εθίμων,

διαφορετικοί από μας ακόμη και στην άκρη της θλίψη τους,

ένα ζήτημα που πρέπει να λύσουν οι αρμόδιοι,

ένα θήραμα για τις Αρχές,

κατώτεροι αφού μπορούμε και τους κρίνουμε,

μια ανεπιθύμητη μαρτυρία,

ένα μηδέν που κατάφερε να αποδράσει από το τίποτα,

οι χειρότεροι ξένοι χωρίς διαπιστευτήρια,

αντικείμενα που διεκδικούν την αξόδευτη περιφρόνηση,

πρόθυμοι σκλάβοι που δεν τους ζήτησε κανείς,

για την εξουσιαστική πραγματικότητα ο πρόσφυγας είναι ο ΕΣΧΑΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ο ΕΣΧΑΤΟΣ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΟΣ

ΣΤΟΝ ΒΑΡΕΤΟ ΜΟΝΟΛΟΓΟ ΤΩΝ ΝΤΟΠΙΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΩΝ

το μεγάλο πρόσχημα της ανθρωπιστικής βοήθειας,

γι’ αυτούς που είναι αντίκρυ,

για τον ορισμό του αξιοθρήνητου,

ένα αποκρουστικό χάδι για τους άπορους,

αφήνοντας άθικτο τον πολιτισμό της διάκρισης,

τον καθησυχασμό της ελεημοσύνης,

διαιωνίζοντας τις παράλληλες μοίρες,

γέρνοντας το “μεγαλείο” τους προς τους φουκαράδες

ΓΕΛΙΑ ΑΠΟ ΣΥΡΜΑΤΟΠΛΕΓΜΑΤΑ

πώς καταφέρνουν οι κολασμένοι τη διέλευση των συνόρων;

έλεγχοι που παλινδρομούν ανάμεσα στην αυστηρότητα και την ανυπαρξία,

με την αστυνομία να παίρνει τα ποσοστά της,

και να στέλνει με το άλλο της πρόσωπο στο αυτόφωρο

με ύφος αναπόφευκτης απέλασης,

υπάλληλοι γελάν μπροστά στα δικαιολογητικά,

στις αιτήσεις ασύλου,

μπροστά στους δέσμιους,

γέλια από συρματοπλέγματα,

έγκλειστοι πρόσφυγες,

εκλιπαρώντας φαντάσματα δικηγόρων,

εθνικότητα με νοήματα,

υπηκοότητα για να είσαι κάπου υπήκοος

ροζ κάρτα στην καλύτερη,

μια ροζ παράταση του λαθραίου,

η καταστολή δεν έχει εθνικότητα, έχει μόνο χειρονομίες,

κάποιος ξενώνας ή παράπηγμα,

ένας περιορισμός χωρίς προθεσμία,

ουρά για κάποιο συσσίτιο,

ψυχρότητα λέξη σε όλες τις κλίσεις

θα μπορούσε να είναι ένα ατελείωτο

ΤΕΛΟΣ για τους πρόσφυγες

αν δεν υπήρχε ένα ακόμη συνώνυμο στη γλώσσα μας που ασφυκτιά μαζί με την ελευθερία και την αξιοπρέπεια

ενάντια στην ύβρι της εξουσίας

Η ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2007

Θα πρέπει...

Θα πρέπει να σκεφτείς
για να μη σε καταβάλει
η σύμπραξη των κινδύνων,

να φανταστείς
για να μη σε εκμηδενίσει
η απλή μαντεία,

να επιθυμήσεις
για να μη σε καταβροχθίσει
ο ιστός του αβέβαιου.

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2007

τα ασύμβατα όρια μεταξύ της καταγραφής της πραγματικότητας και του ξεπεράσματός της



Για την κάθε Μη Κυβερνητική Οργάνωση: Η επιτυχής δηκτικότητα στην καταγραφή της αιχμηρής πραγματικότητας δεν αντιστοιχεί επουδενί στην -τελικά- χλιαρή και ανούσια κοινωνική προταγματική της υποτιθέμενης ανατροπής της. Κάθε φορά αυτό που θα διακυβεύεται θα είναι η δικαιολογημένη -και ιστορικά επιβεβαιωμένη- κοινωνική προκατάληψη ότι κάτι παίζεται πίσω από τις Μη Κυβερνητικές Ευαισθησίες. Κι αυτό είναι τελικά χειρότερο από αυτό που υποτίθεται ότι οι ΜΚΟ θέλουν να πολεμήσουν: γιατί δεν υστερούν σε χυδαιότητα...

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2007

καφέδες, τσιγάρα, χειμωνιάτικο πρωί

καφές και τσιγάρα, το ένα μετά το άλλο, οι γιαγιάδες λένε να προσέχεις τις μέρες του χειμώνα που έχει ξαστεριά γιατί κατεβάζουν κρύο, οι παγκόσμιες κυριακές έχουν πάντα κάτι από την κούρα της εβραϊκής παράδοσης, μοναξιάρης πρέπει να γίνεσαι για να περάσεις από τις καταναλώσεις παρουσίας στην αξιοποίηση τους, και οι περισσότερες στιγμές της μοναξιάς ανήκουν στην θλίψη, που εμφανίζεται λες απ’ το παράθυρο σαν απρόσκλητος επισκέπτης και σαν στο δικό της χώρο κυριαρχεί στις σκέψεις, στις μουσικές, στις στιγμές που πας προς το παράθυρο και κοιτάζεις έξω, κοιτάζεις έξω σαν να αναζητάς κάποιο έρεισμα της πραγματικότητας για να ακολουθήσεις το νήμα του, να το βάλεις μέσα σου, πολλές φορές για να κοροϊδέψεις τις εικόνες και τις λέξεις που χωρίς να μιλάει η θλίψη απλώνει σαν άσπρο σεντόνι στο δωμάτιο, που πέφτει από ψηλά, κυματίζει και σε τυλίγει, είναι κάποιες λέξεις δικών σου ανθρώπων που νιώθεις ότι δεν σε κατάλαβαν, ότι δεν τους κατάλαβες, είναι το άπειρο αίμα που χύνεται άσκοπα και άφθονο σε αυθεντικούς πολέμους, μπορεί κοντά, μπορεί και χιλιόμετρα μακριά, δεν έχει σημασία, σημασία έχουν συνήθως τα πράγματα ως εκεί που φτάνει το μάτι ή το χέρι ή οι μυρωδιές, κι αν σκεφτούμε τι συμβαίνει τώρα που κοιτάμε έξω από το παράθυρο τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή, ίσως η τελευταία αναλαμπή ζωής στα μάτια κάποιου «συνανθρώπου», το κλάμα ενός βιασμού, τα βήματα σε ένα κελί, το χάσιμο ενός τριτοκοσμικού σε μια ερημιά που με το μπιτόνι στο χέρι αναζητάει λίγο νερό, για να τραβήξουμε την κουρτίνα, να κλείσουμε το φως απ’ έξω, να κάτσουμε απέναντι στη θλίψη με ψηλά το κεφάλι, τι μπορούμε λοιπόν να κάνουμε για να μην τρελαθούμε, έχουμε επίγνωση των ορίων μας, είμαστε γαμημένα θνητοί, κι είναι μαλακία αυτό που λέγαν κάποιοι πρόγονοι, ότι οι θνητοί δεν έχουν όρια, ότι όρια έχουν μόνο οι θεοί, γιατί τι θα απαντούσαν στη θλίψη τους, καθώς άπλωνε το σεντόνι της στο δικό τους δωμάτιο, λοιπόν κάνουμε ότι μπορούμε; κάνουμε ότι μπορούμε; δεν μπορούμε να κάνουμε ότι μπορούμε, μπορούμε, θέλουμε, γαμημένα ρήματα, γαμημένο πρώτο πληθυντικό, εντάξει, δεν έχουμε και πολλά περιθώρια, αλλά τώρα το αίμα τρέχει τραγικά μαύρο, παρακάμπτει τη δικαιοσύνη των Δικαστηρίων, κυλάει εκεί που περπατάμε καθημερινά, πολύ κοντά, και συνεχίζουμε λοιπόν, τι μπορούμε να κάνουμε για να μην τρελαθούμε, τρέχουμε ολημερίς συμβιβάζοντας τις αντιφάσεις της θνητότητας μας, επωμισμένοι μιαν γεμάτη με τους ίδιους συμβιβασμούς ιστορία, χωρίς σχεδόν καμιά βοήθεια, σχεδόν μόνοι, παίρνουν γνωστοί τηλέφωνο για να τους δούμε, λέμε «τρέχουμε», τρέχουμε για να είμαστε αξιοπρεπείς απέναντι στη θλίψη μας, για να μην τρελαθούμε, να κάνουμε ότι μπορούμε, και μας τρελαίνει ακόμη περισσότερο γιατί ο αέρας γίνεται όλο και πιο βαρύς και λίγος, στριμωχνόμαστε, κι αυτοί που ρυθμίζουν τον αέρα μας, αυτοί που βιάζουν κι εξοντώνουν, αυτοί που χλευάζουν, βάζουν τις λέξεις τους στα στόματα των δικών μας ανθρώπων, έτσι μας ρυθμίζουν τον αέρα, κι ετοιμάζουν τους θαλάμους με τα κάγκελα για να σωθούν από την τρέλα μας, γιατί μόνο τον αέρα μας μπορούν να περιορίσουν, δεν μπορούν να καταλάβουν τον διάλογο μας με τη θλίψη, κι εμείς προσπαθούμε να κάνουμε ότι μπορούμε μέχρι τουλάχιστον τη σφαίρα της εμπειρίας μας, να απαντήσουμε, να τους ξεφύγουμε, να τους πονέσουμε απλά ίσως και μόνο υπάρχοντας, έχουμε να αντιμετωπίσουμε σχεδόν όλα τα μέτωπα στη σφαίρα της θνητότητας μας, είμαστε σχεδόν μόνοι, κανείς δεν μας κρατάει το χέρι, και σκεφτόμαστε πως απαντάνε οι άλλοι άνθρωποι στη θλίψη τους, κι αν δεν την νιώθουνε τι την έχουνε κάνει, πού την στείλανε, πώς γλιτώνουνε την τρέλα, και καταλαβαίνουμε ότι μόνο προνομιούχοι δεν είμαστε απέναντι τους, γιατί δεν είμαστε μόνο θλίψη, αλλά η θλίψη είναι ένα μόνιμο χρώμα στην παλέτα της ζωής μας, στα ηλιοβασιλέματα, στις σιωπηλές στιγμές στο κρεβάτι του έρωτα, στις κραυγές χαράς όταν στη θέα ενός άγριου ποταμού μας κόβεται η ανάσα, λοιπόν κάνουμε ότι μπορούμε, και άραγε να το γράφω συνέχεια γιατί δεν πείθομαι ούτε εγώ ο ίδιος; έτσι κι αλλιώς κανείς δεν τελειώνει την ύπαρξη του εκεί που τελειώνει το δέρμα του, απαντήστε και για μένα λοιπόν, κάνουμε ότι μπορούμε, χειμωνιάτικο πρωί, καφές και τσιγάρα και μια θλίψη που θέλω να την γονιμοποιήσω, να γίνει γόνιμη κι ας γεννήσει αυτό που φοβάμαι, ας γεννήσει την ίδια την τρέλα, την τρέλα, με νιώθετε, με νιώθετε...με νιώθετε; Κάπου τόσο συγκεκριμένη είναι η αλληλεγγύη.

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2007

Για την πορνοτοπία...

...εκείνη την κατάσταση αλλοτριωμένης σεξουαλικότητας όπου το ερωτικό αποσπάται από την υπόλοιπη ζωή. Στην σκοτεινή νύχτα της λιμπιντικής ανάγκης, το μοναχικό χέρι του αυνανισμού, ανίκανο να απλωθεί για να αγκαλιάσει τρυφερά κάποιον άλλο άνθρωπο με τον οποίο έχει ενδεχομένως κοινά αισθησιακά και πολιτικά σημεία, πιάνεται απελπισμένο από απεικονίσεις που έχουν όλες την ίδια πληκτική μορφή και πανομοιότυπο ανιαρό περιεχόμενο.

B. Palmer, Κουλτούρες της Νύχτας, 2006

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2007

στιγμιότυπο από την πάλη των λέξεων

εξουσία/ ουσία
θάνατος/ θάνατος
συγκατανεύω/ αγνοώ
μουσείο /θάλασσα
βάλτος /ερίζω
ασφάλεια /έκθεση
ανίατος /άφθαρτος
υποταγή/ φλογιστία
έρωτας/ έρωτας
νομίζω /ευθύνομαι
αδημονώ/ αβίαστος
φοβάμαι /αλλά το κάνω
ερημιά /συγκίνηση
αυθέντης /αυθεντικός

η απόσταση των "λεκτικών πόλων" απέχει όσο το γίγνεσθαι από τη φθορά, είναι σα να έχεις απέναντί σου διαρκείς ακατάβλητες επιλογές, σταυροδρόμια που ίσως ποτέ δεν ξεστομίζονται, και αυτός ο "πίνακας" είναι σα μια φωτογραφία, σαν το πάγωμα μιας στιγμής της σκέψης, και είναι εξίσου ατελείωτος όπως και οι επιλογές, τα σταυροδρόμια, που συχνάζουν ανάμεσα στη χώρα της φαιάς ουσίας και της προφοράς, ασφυκτιούν εκεί δηλαδή κάπου ανάμεσα στις ημικρανίες των κροτάφων και στο μούδιασμα της γλώσσας, και όταν οι πόλοι λύνονται με την επιλογή είναι σα μια μικρή γιορτή, με τα πυροτεχνήματα της πράξης, μπορείς να συμπληρώνεις τον "πίνακα" διαρκώς και αδιαλείπτως...

Διαλεκτική του Έρωτα

Περίπτωση Πρώτη

Ο έρωτας είναι η μεγάλη αποξένωση: υπάρχουν δύο άνθρωποι που είναι σα να ζουν σε δυο αστέρια και κανείς τους δεν είναι δυνατόν να ξέρει τίποτα για τον άλλον. Και ξαφνικά η απόσταση καταργείται και βρίσκονται χαμένοι ο ένας στον άλλο, έτσι που δεν γνωρίζουν πια τίποτα ούτε για τον εαυτό τους, μα ούτε ο ένας για τον άλλο και ούτε χρειάζεται. Αυτό είναι ο Έρωτας.

Χέρμαν Μπροχ, Οι υπνοβάτες ΙΙ

Το πάθος για τον έρωτα κουβαλάει μέσα του το πρότυπο μιας τέλειας επικοινωνίας: τον οργασμό, την ακμή της συμφωνίας των ερωτικών συντρόφων. Κι αυτό στο σκοτάδι της καθημερινής επιβίωσης, είναι το περιοδικό φεγγοβόλημα του ποιοτικού. Η βιωμένη ένταση, η ιδιαιτερότητα, η δραστικότητα των αισθήσεων, η κινητικότητα των συγκινήσεων, η όρεξη για αλλαγή και ποικιλία, όλα, για να ξαναφέρουν το πάθος στις ερημιές του Παλαιού Κόσμου, συνεπάγονται το πάθος για έρωτα. Από μια επιβίωση χωρίς πάθος, μπορεί να γεννηθεί το πάθος για μια και πολλαπλή ζωή. Οι ερωτικές χειρονομίες συνοψίζουν και συμπυκνώνουν την επιθυμία και την πραγματικότητα μιας τέτοιας ζωής. Το σύμπαν που χτίζουν με όνειρα και αγκαλιάσματα οι αληθινοί εραστές είναι διάφανο. Οι εραστές θέλουν να νοιώθουν παντού σαν το σπίτι τους.
Ο έρωτας, περισσότερο από άλλα πάθη, κατόρθωσε να διατηρήσει τη δόση της ελευθερίας. Η δημιουργία και το παιχνίδι «ευεργετήθηκαν» πάντοτε με μια επίσημη εκπροσώπηση, με μια θεαματική αναγνώριση που τα αλλοτρίωνε, για να το πούμε έτσι, από την πηγή τους. ο έρωτας δεν απομακρύνθηκε ποτέ από κάποια μυστικότητα, από κάτι που βαφτίστηκε στενή οικειότητα. Βρέθηκε προστατευμένος από την αντίληψη περί ιδιωτικής ζωή, διωγμένος από το φως της μέρας (που προορίζεται για την εργασία και την κατανάλωση), και απωθημένος στα μύχια της νύχτας, στα κοσκινισμένα φώτα. Έτσι γλίτωσε εν μέρει από την ασταμάτητη οικειοποίηση της κάθε ημερήσιας δραστηριότητας.

Ραούλ Βάνεγκεμ, η επανάσταση της καθημερινής ζωής

Περίπτωση Δεύτερη

Πιστεύω, και είναι μια βαθειά πίστη, ότι μόνο με μια φοβερή ενίσχυση της αποξένωσης, που να την οδηγεί, για να το πω έτσι, στο άπειρο, μπορεί η αποξένωση να μεταμορφωθεί στο αντίθετό της, την απόλυτη γνώση, και τότε να ανθίσει αυτό που αιωρείται μπροστά της σαν άπιαστος στόχος του έρωτα: το μυστήριο της ένωσης. Γιατί κανένα μυστήριο δεν μπορεί να γεννηθεί απ’ την εξοικείωση και τη συνήθεια.

Χέρμαν Μπροχ, Οι υπνοβάτες Ι

Ο υλιστικός ορισμός του έρωτα είναι ένας ορισμός κοινοτήτων, μια οικοδόμηση συναισθηματικών σχέσεων η οποία διαμεσολαβείται από τη γενναιοδωρία και η οποία παράγει κοινωνικούς δεσμούς. Ο έρωτας δεν μπορεί να είναι κάτι που περιορίζεται στο ζευγάρι ή στην οικογένεια, πρέπει να ανοίγεται σε ευρύτερες κοινότητες. Πρέπει να οικοδομεί, κατά περίπτωση, κοινότητες γνώσης και επιθυμίας, πρέπει να οικοδομεί τον άλλον. Στην ουσία, ο έρωτας είναι σήμερα η καταστροφή της τάσης να κλεινόμαστε μέσα στην υπεράσπιση ενός πράγματος που δεν ανήκει παρά μόνο σε μας. Νομίζω ότι ο έρωτας είναι ένα από τα βασικά κλειδιά που διαθέτουμε για να μετατρέψουμε αυτό που είναι δικό μας σε κάτι κοινό.

Τόνι Νέγκρι, Εξορία

Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2007

Μια σφαίρα και ένα μήλο με την ίδια καταγωγή


Σήμερα το πρωί αγόρασα μήλα. Σε ένα καφάσι βρίσκονταν μήλα μέτριας τιμής, όπου σε κάθε ένα μήλο ήταν κολλημένο κι ένα μικρό αυτοκόλλητο με την ελληνική σημαία. Ένα απ' αυτά ποζάρει στην διπλανή φωτογραφία. Η καρτέλα στο καφάσι έγραφε "μήλα Καστοριάς".
Και ο συνειρμός έγινε αυτόματα:
σε εκείνα τα μέρη ήταν που πριν λίγες μέρες ένας αλβανός πυροβολήθηκε πισώπλατα από συνοριοφύλακα προσπαθώντας να μπει στην Ελλάδα. Η ημερομηνία ήταν 8 Νοέμβρη και η σφαίρα -αυτή η ίδια "εξοστρακισμένη" σφαίρα που περιφέρεται σε όλες τις δικογραφίες των εν ψυχρώ ένστολων δολοφονιών ανά την επικράτεια- τον διαπέρασε.

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2007

Δωριείς...

Και τώρα - απ' έξω από τα στρατεύματα
κοιτάζω την ένδοξη πόλη
όπου ξαπλώνει ράθυμα πόρνη και δυναμίτης -
κοιτάζω τούτη την πόλη που την περικυκλώσαν
τα φρούρια
αυτή που με γέννησε και δεν έχει πια όνομα
δεν έχει αναμμένη φωτιά -
κοιτάζω κι υψώνω θεριό τη φωνή μου
μήπως μ' ακούσουν.

Η κίνηση μέσα στα τείχη μας είναι σημαντική.


Κατά Σαδδουκαίων, Μ. Κατσαρός, 1953

Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2007

Respect to Phil Ochs, στον αμερικάνο φίλο...



O Φιλ Οκς ήταν ένας αμερικάνος τραγουδοποιός που χαρακτήρισε την πολιτική συνεισφορά των «ανθρώπων της τέχνης» στο αντιπολεμικό κίνημα της δεκαετίας του 60. Ήταν πολύ πιο σαφής και δηκτικός στους στίχους του από άλλους συναδέλφους του, μια και συνήθιζε να αναφέρει συγκεκριμένα ονόματα και καταστάσεις στα τραγούδια του, μιλούσε για τους «Βιετκόγκ», για τον «Νίξον», για την «αμερικάνικη επέμβαση στον Άγιο Δομίνικο» και το «Βιετνάμ», «ενάντια στις παρελάσεις», «ενάντια στο στρατό», σε αντίθεση με τον φίλο του Μπομπ Ντύλαν που μιλούσε γενικά για ειρήνη και πόλεμο. Συμμετείχε σε πολλές συναυλίες διαμαρτυρίας και αντιπολεμικές διαδηλώσεις. Αυτό του “κόστισε” 400 σελίδες φάκελο στο FBI και την είσοδό του στην μαύρη λίστα της εποχής με ό,τι αυτό σήμαινε τότε. Έκανε πολλά ταξίδια και σε ένα από αυτά, στο Νταρ Ελ Σαλάμ, ένας ληστής του προξένησε πληγή με μαχαίρι στο λαιμό καταστρέφοντας τις φωνητικές του χορδές. Έπεσε σε κατάθλιψη και τον Απρίλη του 1976, σε ηλικία 35 χρονών, αυτοκτόνησε.

Αγαπημένο τραγούδι και τόσο επίκαιρο...

Knock on the Door

By Phil Ochs

 
In many a time, in many a land,
With many a gun in many a hand,
They came by the night, they came by the day,
Came with their guns to take us away
 
With a knock on the door, knock on the door.
Here they come to take one more,
One more.
 
Back in the days of the Roman Empire,
They died by the cross and they died by the fire.
In the stone coliseum, the crowd gave a roar,
And it all began with that knock on the door
 
Just a knock on the door, knock on the door.
Here they come to take one more,
One more.
 
The years have all passed, we've reached modern times,
The Nazis have come with their Nazi war crimes.
Yes the power was there, the power was found,
Six million people have heard that same sound
 
That old knock on the door, knock on the door.
Here they come to take one more,
One more.
 
Now there's many new words and many new names,
The banners have changed but the knock is the same.
On the Soviet shores with right on their side,
I wonder who knows how many have died
 
With their knock on the door, knock on the door.
Here they come to take one more,
One more.
 
Look over the oceans, look over the lands,
Look over the leaders with the blood on their hands.
And open your eyes and see what they do,
When they knock over their friend they're knocking for you
 
With their knock on the door, knock on the door.
Here they come to take one more,
With their knock on the door, knock on the door.
Here they come to take one more,
One more.
 

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2007

Πού είχαμε μείνει λοιπόν φίλτατοι σύντροφοι;

Φίλτατοι σύντροφοι, πού είχαμε μείνει λοιπόν;

Μάλλον χρειάζεται να ορίσει ο καθένας για τον εαυτό του το έδαφος της αυτονομίας του. Πώς να επικαλεστεί κάποιος την αυτονομία του όταν δεν της έχει δώσει καν το όνομα του; Θα μπει άραγε στον κόπο να περιδιαβεί το ίδιο του το νοητικό έδαφος, να επεξεργαστεί την άδεια ή γεμάτη αγκαλιά του, να ανοίξει διάπλατα και να ανιχνεύσει τον χάρτη των επιθυμιών του;

Πού αλλού είχαμε μείνει λοιπόν;

Κι ύστερα όταν απλώνει τα χέρια και τις φράσεις του, δεν θα πρέπει να μάθει έως πού φτάνουν; Και δεν θα πρέπει να δοκιμάσει να προεκτείνει και να μοιραστεί τα μονοπάτια του, να χαλαρώσει την αγκαλιά του προσφέροντας ελευθερία σφίγγοντας τις γροθιές προς την τυραννία, να δαμάσει τις αλλότριες επιθυμίες προσφέροντας τα άνθη της αυθεντικότητας του; Κάπου ανάμεσα σ’ αυτές τις φράσεις εντοπίζεται η πατρίδα των πρωτοβουλιών και των εμπνεύσεων του.

Πού αλλού είχαμε μείνει λοιπόν;

Οι επιλογές, οι πράξεις είναι αυτές που ονοματίζουν διαρκώς τα πρόσωπα. Όλοι μας έτσι κι αλλιώς είμαστε εδώ ανάμεσα σε όλους μας για να πράξουμε. Και επιτέλους να πράξουμε. Αλλά πώς θα γίνει να μην μοιάζουμε σαν τρελοί που κοιτάμε δεξιά αριστερά μήπως και πρέπει να πράξουμε από δω ή από κει κάθε που θα συμβαίνει και κάτι. Ρισκάροντας την τύφλα και τον εντυπωσιασμό από τα κυρίαρχα κοινωνικά πυροτεχνήματα. Οι κατευθύνσεις, οι κώδικες και η διαδικασία συλλογικοποίησης των πρωτοβουλιών είναι το πεδίο που προεκτείνεται το σώμα και το μυαλό μας προς τους άλλους. Ορίζοντας το πεδίο της κοινωνικής έκθεσης δημιουργούμε ανατρεπτικά συμβάντα.

Πού αλλού;

Εκεί που τα βλέμματα μας θα έχουν τη θολούρα του κοχλασμού της ζωής και μόνο.

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2007

περί ομοουσίας τριάδος

Ήμασταν στο καπηλειό του χωριού το Σαββάτο που πέρασε. Ο αδελφός μου ρώτησε αν υπάρχει κάτι άλλο πέρα από κρέας για να παραγγείλει. Οι θαμώνες χαμογέλασαν ειρωνικά. Ο αδελφός μου γύρισε προς το μέρος μου και είπε δυνατά:
-Εδώ και είκοσι χρόνια έχω κόψει τρία πράγματα: το κρέας, την τηλεόραση και την Ελευθεροτυπία.

Κι εγώ τον αγάπησα λιγάκι παραπάνω.

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2007

Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2007

Η πέτρινη επιφάνεια του λάθους

Ένα αφόρητο "ΛΑΘΟΣ" χαράζεται παντού, τριγυρνάει σα το σκύλο τη νύχτα, στέκεται να αφουγκραστεί τη νίκη του, δείχνει τα δόντια του καθώς γελάει και μένει μετέωρο.
ΛΑΘΟΣ...που θες να το κρύψεις με το κεφάλι στην άμμο, αψηφώντας αυτή την αντίρροπη δύναμη που θέλει να το αφήσει κάτω από τον ήλιο για "ν' απορροφηθεί απ' τη ζωή" όπως τόσα άλλα - να γίνει σημαδάκι που πρέπει να είναι εκεί.
Μια αντίστροφη θύελλα γι' αντίσταση σε νομοτέλειες: Η διάθεση να κοροϊδέψεις ένα "μικρό θάνατο", ακόμα κι αν η λογική απαξιώνει κάθε μορφής μεταφυσική; Το πείσμα να γυρίσεις τον κόσμο ανάποδα να δεις αν πέφτουν ακόμα αστέρια -που' λεγε κι ο Βαλαωρίτης; Η νίκη του γέλιου επί του δόγματος; Ίσως η άρνηση του λάθους ως τέτοιου; Και τι μαθαίνουμε απ' αυτό -πέρα από τις διαστάσεις του πόνου που συνεχώς διευρύνονται και αχόρταγα σκάβουν τις ρίζες των μέχρι τώρα βεβαιοτήτων;
Τα λάθη σε κάνουν βουβό, χώνοντάς σε στην αυτοκριτική ή στην άπνοια και τη γλυκιά νωχελικότητα της αυτοσυγχώρεσης. Τα λάθη σε κάνουν φλύαρο σε λέξεις, μετατοπίζοντας κάποιες φορές τον πυρήνα έξω από σένα, ξερνώντας τη θλίψη στους πέντε ανέμους. τα λάθη απανωτά, βίαια κι επίμονα στον χρόνο, εκνευρίζουν, πολώνουν, τρομάζουν, σαν γαϊτανάκι πλησιάζουν κι απομακρύνονται, ζαλίζουν, θολώνουν, απογειώνονται...
Έχουν όμως και τα όριά τους - που είναι εκεί για να τα υπερβείς ρίχνοντας φως πάνω από τα αθώα μπουσουλήματά τους μέχρι την ασχήμια της ενηλικίωσης τους. Σαν άνθρωπος που μπαίνει ανάμεσα;
Θα μπορούσες να το πεις, αν αυτή η παρομοίωση δεν ακύρωνε τις αναγκαίες διακρίσεις ανάμεσα σε ενεργητική και παθητική φωνή και δεν έχανε το μέτρο των δυο πόλων της συνθήκης που δείχνουν να' ναι σε ετοιμότητα είτε για να μειώσουν ή και να εξουδετερώσουν μέσα τους τις όποιες ευθύνες είτε για να αφεθούν να πνιγούν στις ενοχές.
Τα λάθη λοιπόν, δεν είναι ανθρωπόμορφες Ερινύες ούτε μικροί θεοί, όσο κι αν η επέλαση τους προκαλεί -φαινομενικά και μη- ακατάλυτα αποτελέσματα. Δεν είναι η κορυφή κάποιου μικρόκοσμου, το σκοτεινό και κοχλάζον κέντρο της γης - που η μη κατάκτηση της σου αφήνει το άλλοθι για "επαναλαμβανόμενες προσπάθειες".
Τα λάθη φέρουν την επίγνωση ότι τα κουβαλάς μέσα σου και χοροπηδάνε κάπου εκεί στα πλευρά σου κάθε που κάνει κρύο ότι παραμονεύουν για να σε κάνουν να μουδιάσεις με το που βγαίνεις βόλτα στη ζωή, να σου κόψουν ένα κομμάτι απ' τα φτερά σου θυμίζοντας σου εκκρεμότητες που δεν γίνεται πια να αντιμετωπιστούν και θλίψεις που αποτείουν φόρο τιμή σε ασίγαστες μνήμες. Τότε, μάλλον, είναι που η σεμνότητα απέναντι τους γίνεται η αποδοχή μιας ήττας, της διαδικασίας να "μικραίνουμε" ο ένας μέσα στον άλλο... Τότε είναι που έρχεται η σειρά της επίκλησης μιας οχύρωσης που ίσως και να πηγαινοερχόταν πάνω κάτω σαν τα ρολά των καταστημάτων, Σαββάτο μεσημέρι - Δευτέρα πρωί.
Η επαναφορά στην αυτάρκεια, στη "μικρή μας ελευθερία", στον περιφραγμένο χώρο του ελέγχου των επιθυμιών. Και τα σύνορα των κόσμων -πάντα όμως τόσο παράλογα και αλαζονικά που σε προκαλούν να τα γκρεμίσεις από οργή που σε κάνανε να ισοπεδωθείς πάνω στην πέτρινη επιφάνεια τους όταν τα ξανασυνάντησες. Πότε αποκαμωμένη σαν σάκος του μποξ που συναντήθηκε με φαντάσματα, πότε δυνατή σαν πυγμάχος.

Θα' θελα να γίνω σύννεφο που θα σκορπιστεί...


Από τη Νατ., 2/10/1999

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2007

Μέρες ενός δύσκολου αγώνα...



Δράση των "αναρχικών ενάντια στο τείχος"
Δυτική Όχθη, προχτές, 26/10/07.

πρωινό 26 Οκτώβρη στην Πτολεμαϊδα

Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2007

προβοκατόρικα

ΖΕΥΣ. –Βγάλε άλλον στο παζάρι.

ΕΡΜΗΣ. –Θέλεις αυτόν τον Αθηναίο το λογά;

ΖΕΥΣ. –Ναι, βέβαια.

ΕΡΜΗΣ. –Πλησίασε εσύ. Βίο ενάρετο και συνετό βγάζουμε στο παζάρι. Ποιος θ’ αγοράσει την άκρα αγιοσύνη;

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ. –Πες μας σε τι ειδικεύεσαι;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ. –Είμαι εραστής των αγοριών και κατέχω την τέχνη του έρωτα.

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ. –Πώς λοιπόν να σ’ αγοράσω; Εγώ χρειάζομαι παιδαγωγό για το γιο μου που’ ναι ωραίο αγόρι.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ. –Και ποιος μπορεί να’ ναι πιο κατάλληλος από μένα για να συναναστρέφεται ένα όμορφο αγόρι; Γιατί εγώ δεν είμαι εραστής σωμάτων` το κάλλος της ψυχής με ενδιαφέρει. Και πίστεψε με: ακόμα κι αν τ’ αγόρια πλαγιάσουν πλάι μου κάτω από το ίδιο σκέπασμα, κανένα δεν θα πει ποτέ πως έπαθε κακό από μένα.

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ. –Απίστευτα πράγματα λες: πώς είναι δυνατόν ένας εραστής των αγοριών να μην ασχολείται παρά με την ψυχή και μάλιστα ενώ όλα είναι στο χέρι του καθώς πλαγιάζει κάτω από το ίδιο σκέπασμα;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ. –Έ λοιπόν, σου ορκίζομαι στον σκύλο και στον πλάτανο πως έτσι έχει το πράγμα.

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ. –Για τ’ όνομα του Ηρακλή! Τι παράξενες θεότητες!

ΣΩΚΡΑΤΗΣ. –Έτσι νομίζεις; Δεν πιστεύεις ότι ο σκύλος είναι θεός; Δεν έχεις ακούσει για τον Άνουβη της Αιγύπτου τι μεγάλος θεός είναι και για τον Σείριο που είναι στον ουρανό και για τον Κέρβερο του Κάτω Κόσμου;

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ. –Έχεις δίκιο, εγώ έκαμα λάθος. Πες μου όμως, ποιος είναι ο τρόπος της ζωής σου;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ. –Κατοικώ σε μια πόλη που έφτιαξα εγώ για τον εαυτό μου` χρησιμοποιώ ένα νέου τύπου πολίτευμα και εφαρμόζω τους δικούς μου νόμους.

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ. –Θα ήθελα ν’ ακούσω έναν από τους νόμους σου.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ. –Άκου λοιπόν τον πιο σπουδαίο, τι αποφάσισα για τις γυναίκες: καμιά απ’ αυτές να μην ανήκει σε έναν μόνο άνδρα, αλλά να τις έχει όποιος τις ποθεί.

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ. –Θέλεις να πεις ότι έχεις ακυρώσει τους περί μοιχείας νόμους;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ. –Ναι, μα τον Δία` κι αυτούς και όλη τη μικρολογία για κάτι τέτοια.

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ. –Και τι έχεις αποφασίσει για τα όμορφα αγόρια;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ. –Τα φιλιά τους θα είναι έπαθλο των πιο γενναίων που θα έχουν κατορθώσει κάτι λαμπρό και παράτολμο.

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ. –Πω πω, τι γενναιοδωρία! Αλλά πες μου, ποια είναι η ουσία της φιλοσοφίας σου;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ. –Οι «ιδέες» και τα αρχέτυπα των όντων` όλα όσα βλέπεις δηλαδή, η γη, τα επί γης, ο ουρανός, η θάλασσα, όλα αυτά έχουν εικόνες αφανείς έξω από το σύμπαν.

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ. –Κι αυτές πού βρίσκονται;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ. –Πουθενά` γιατί αν ήταν κάπου, δεν θα υπήρχαν.

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ. –Δεν τα βλέπω αυτά τα αρχέτυπα που λες.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ. –Και βέβαια όχι` γιατί είσαι τυφλός στα μάτια της ψυχής. ΄Εγώ όμως βλέπω τις εικόνες όλων και την αόρατη δική σου εικόνα, και τη δική μου, και γενικά βλέπω διπλά τα πάντα.

ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ. –Ε λοιπόν λεω να σε αγοράσω` είσαι σοφός και οξυδερκής. Για να δούμε, κήρυκα, πόσο μου τον αφήνεις;

ΕΡΜΗΣ. –Δώσε δυο τάλαντα.

Πρόκειται για ένα απόσπασμα από την κωμωδία του Λουκιανού: δημοπρασία φιλοσόφων, 1ος αι. μ.Χ. Αν και είναι σημαντική μια προσοχή στο ύφος και τις ερωτήσεις του αγοραστή, που ενδιαφέρεται να αγοράσει τον Σωκράτη, στο προκείμενο δεν έχει και τόση σημασία αυτό το απόσπασμα. Δεν έχει και τόση σημασία εκτός από ένα υπολανθάνον και φαινομενικά άσχετο ερωτηματικό που θα μπορούσε να μας τεθεί: σε έναν αντίστοιχο διάλογο, αν παρακάμψουμε τα κίνητρα, ποια είναι τα πλεονεκτήματα του κόσμου μας, που θα μπορούσαμε να παρουσιάσουμε, βρισκόμενοι στην αντίστοιχη θέση του «φιλοσόφου»; Παρακάμπτουμε τα αργυρώνητα κίνητρα ενός τέτοιου διαλόγου, γιατί έχουν την δυνατότητα να τον ακυρώσουν. Αν όμως σκεφτούμε κάποια άλλα κίνητρα να βάλουμε στην θέση τους, θα δούμε ότι όχι μόνο είναι λιγοστά, αλλά και ότι ίσως δεν υπάρχουν. Εδώ και καιρό έχουμε διαπιστώσει ότι οι άνθρωποι έχουν πάψει να συζητούν, γιατί δεν ενδιαφέρονται να συζητήσουν, δεν βρίσκουν κάποιο κίνητρο για ένα δεκτικό διάλογο. Ένα το κρατούμενο. Από αυτή τη διαπίστωση και μετά τίποτε δεν λειτούργησε στο να αποτρέψει τη διαδικασία αυτής της συνθήκης, κι όχι μόνο αυτό, αλλά οι γεννήτριες της εξατομίκευσης έκτοτε «ανέβασαν τις στροφές τους» κατά πολύ. Με την εξέλιξη της τεχνολογίας –που δεν μπορεί ποτέ να είναι οριακή- και την εξάπλωση-κοινωνικοποίηση των μηχανών της εικονικής πραγματικότητας, οι άνθρωποι θα μπορούν να «ζουν» ό,τι γουστάρουν, θα μπορούν να μπαίνουν μέσα στην ίδια την εικόνα της αλλότριας φαντασίας τους , να σχεδιάζουν όποιο τριπάκι θέλουν και να το «βιώνουν» ανενόχλητα και με «ασφάλεια». Μοναχικά, ατελεύτητα και με αυτάρκεια. Κανείς βέβαια, δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι μετά και από αυτό έχουν τελειώσει όλα. Πόσο μάλλον όταν όλα εξελίσσονται σε μια κοινωνία με τρομερή κοινωνική ανισότητα, στην οποία ελάχιστοι μπορούν να έχουν πρόσβαση στις τελευταίες εξελίξεις της τεχνολογίας. Δεν είναι όμως αυτό το πρόβλημα. Οι φτωχοί και κολασμένοι γνωρίζουμε πολύ καλά πως συμπεριφέρθηκαν μέσα στην κοινωνία του θεάματος. Η επιστήμη της χειραγώγησης μέσω της εικόνας πέρασε από «ανοιχτές πόρτες», από ανοιχτές -σε τέτοιου είδους εξελιγμένες κυριαρχικές διεισδύσεις– συνειδήσεις και αναπαράχθηκε με ελάχιστες έως και ασήμαντες αντιστάσεις. Και τώρα που μετά τις συγκινήσεις των εικόνων, έρχονται οι έξτρα ούλτρα συγκινήσεις της εικονικής πραγματικότητας, οι υπήκοοι βλέπουν σ’ αυτές μια καινούργια προοπτική ιδιοποίησης, άσχετα αν δεν βρίσκεται στο άμεσο οικονομικό βεληνεκές τους. Θα ενδιαφέρονται να μάθουν τα πάντα για την εικονική πραγματικότητα διαρκώς έως ότου να την ζήσουν και να την ζουν. Μπαίνουν σε μια επιβεβλημένη χρονική διαδρομή με σημείο αναφοράς την επιτέλους «πραγμάτωση των επιθυμιών τους», έστω και με την προϋπόθεση να ανήκουν σε μια μηχανή, να είναι εξάρτημα της. Γιατί να σε ακούσει λοιπόν ο υπήκοος, αν τον βάλουμε στη θέση του «αγοραστή»; Τι έχεις να του προσφέρεις στον αντίποδα όλων αυτών των ορθολογικών «θαυμάτων» που ζει, ή που μπορεί κάποτε –και ίσως είναι η μόνη του μάχιμη προοπτική- να ζήσει; Υποθέτω ότι το πιο βασικό είναι η συνείδηση του αγώνα για την κατάκτηση της ελευθερίας του. Μια αναφορά στην ελευθερία, την οποία παραδόξως δεν μπορείς να ορίσεις γιατί με αυτόν τον τρόπο την καταργείς. Ταυτίζεται η ελευθερία με την ανάσα, με τους παλμούς της καρδιάς, τις «εκλύσεις» της φαιάς ουσίας, το είναι.

ΜΕΤΑΛΛΑΓΜΕΝΟΣ ΥΠΗΚΟΟΣ. –Μα είμαι ελεύθερος, δεν με πειράζει κανείς, εκτός κι αν παραβώ τους νόμους, αν πειράξω τον διπλανό μου.

ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΩΣ ΕΣΥ. –Δηλαδή δεν νιώθεις κανένα περιορισμό πριν καν και χωρίς να πειράξεις τον διπλανό σου;

Μ.Υ. –Όχι! Εκτός κι αν εννοείς την συνείδηση μου, τις ενοχές, τις αναστολές μου.

Αναγκαστικά ακολουθεί μια προσέγγιση της ελευθερίας και των περιορισμών στη βάση ενός αδιέξοδου ψυχολογισμού. «Άμα ο άλλος δεν νιώθει...γάμησε τα!». Δεν είναι βέβαια ότι δεν νιώθει. Είναι ότι απ’ αυτά που γνωρίζει είναι πεισμένος. Έχει ενσωματώσει τον περιορισμό και αυτοελέγχεται. Μπορείς από μια άλλη ίσως αφετηρία να του αντιπαραβάλλεις μια καθημερινή ζωή που επαναποικειοποιείται την αυθεντικότητα της. Τη δυνατότητα να κριτικάρει τις αυτονόητες καθημερινές του κινήσεις, να αποκαλύψει τις δυνατότητες του αυθεντικού βιώματος των στιγμών, να ενδυναμωθεί μέσα από την συλλογική δημιουργία και την αλληλεγγύη και να πλήξει καίρια τους κυρίαρχους αυτού του ανορθολογικού κόσμου. Πάλι φαντάζομαι ότι μπορείς να φτιάξεις το διάλογο που θα ακολουθήσει μόνος σου, τι θα πει για όλα αυτά, αν και πως τα καταλαβαίνει ο Μ.Υ. και τι θα απαντήσεις Ε.Ε. Η ψευδοαπόλαυση της υλικότητας αυτού του πολιτισμού είναι για τους Μ.Υ. μια πραγματικότητα απολαβής. Η υλικότητα των δικών μας προταγμάτων είναι μηδαμινή και πηγάζει από την οικονομία της συλλογικής ζωής. Είμαστε σχεδόν σίγουροι ότι οι Μ.Υ. συνήθως αντιλαμβάνονται την ειλικρίνεια μας. Και είναι το πεδίο της άμεσης ειλικρίνειας όπου θα δοκιμαστούν τα προτάγματα μας και η ποιότητα της πειθούς μας «για να πάρει ο άλλος την ζωή του στα χέρια του». Θα δοκιμαστούν τα επιχειρήματα για να πεισθεί δηλαδή ο «άλλος» να πάρει τη ζωή του στα χέρια του, ότι θα ζει καλύτερα, βαθύτερα, και ότι θα απολαμβάνει την καθημερινή του ζωή ή τέλος πάντων θα ζει τις πραγματικές αποχρώσεις της. Τότε θα αντιληφθεί ο «άλλος» την ειλικρίνεια μας: θα προσπαθήσει να δει στα μάτια μας αν εμείς τουλάχιστον, που πρεσβεύουμε αυτήν την αντίληψη, απολαμβάνουμε την αυθεντικότητα της καθημερινής μας ζωής, εμείς ζούμε καλά…

Ζούμε λοιπόν έτσι;

Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2007

διασκευή Ballini

συνομιλώντας με τον Κάφκα


Έχεις παρατηρήσει ότι τις φορές που εντείνεται μια κατάσταση του αγώνα που επιλέγουμε, όλη μας η καθημερινότητα απομακρύνεται σε μια ομιχλώδη αφαίρεση; Υπάρχουμε μόνο μέσα στον πυρήνα αυτής της κατάστασης και διασχίζουμε σαν φαντάσματα τις καθημερινές συμβάσεις. Μέσα στις καθημερινές συμβάσεις συγκαταλέγεται με ένα ακαριαίο αυτονόητο και η νομιμότητα, και οι συνέπειες, και το ρίσκο. Η κοινότητα μας συσφίγγεται για να δυναμώσει κι άλλο, ανασαίνει στις παρυφές των γεγονότων, και αποκομμένη από τις συμβάσεις ανακαλύπτει ένα καινούργιο τοπίο της ανθρώπινης και κοινωνικής ουσίας.

Αγωνίζομαι. Κανένας δεν το ξέρει. Μερικοί το υποψιάζονται, είναι αναπόφευκτο. Αλλά κανένας δεν το ξέρει, εκπληρώνω τα καθημερινά μου καθήκοντα, κάποια αμέλεια είναι δυνατό να μου επιρριφθεί, αλλά όχι μεγάλη. Φυσικά ο καθένας αγωνίζεται, εγώ όμως αγωνίζομαι περισσότερο από τους άλλους, οι πιο πολλοί αγωνίζονται σαν κοιμισμένοι, όπως κουνάει κανείς το χέρι του στο όνειρο για να διώξει ένα όραμα, ενώ εγώ βρίσκομαι στην πρώτη γραμμή και αγωνίζομαι με προσεκτικά υπολογισμένη εκμετάλλευση όλων μου των δυνάμεων. Γιατί έχω βγει έξω από το κατά τα άλλα θορυβώδικο, αλλά στο σημείο αυτό ανησυχητικά ήρεμο πλήθος; Γιατί έχω τραβήξει τα βέλη πάνω μου; Γιατί να μ’ έχει ο εχθρός γραμμένο στα μαύρα κατάστιχα; Δεν ξέρω. Μια άλλη ζωή δεν μου φαίνεται άξια να ζω. «Στρατιώτες» ονομάζει η πολεμική ιστορία τους ανθρώπους σαν εμένα. Και όμως είναι έτσι, δεν ελπίζω στη νίκη και ΄αγώνας σαν αγώνας δεν μ’ ευχαριστεί, ο αγώνας μ’ ευχαριστεί μόνο σαν το μόνο που έχω να κάνω. Σαν τέτοιος μ’ ευχαριστεί εξάλλου περισσότερο απ’ όσο μπορώ να απολαύσω, περισσότερο απ’ όσο μπορώ να δώσω, κι ίσως να μην πεθάνω στον αγώνα, αλλά ν’ αφανιστώ απ’ αυτή τη χαρά.

Και οι συνεννοήσεις, οι μαζώξεις, οι συνελεύσεις, τα αμφιθέατρα, τα πηγαδάκια; Μετακινούμαστε διαρκώς προς τους ανθρώπους που μας είναι λιγότερο ξένοι. Μια χειρονομία, ένα αμήχανο -μήπως και δεν απαντηθεί– «γεια», η δυσαρέσκεια για μια άποψη που μπορεί να «ενοχλήσει» αλλά πρέπει να ειπωθεί, η παλινδρόμηση μεταξύ της επίκλησης της αυτονομίας και της ακατάσχετης δεκτικότητας. Με ποιους συνεννοούμαστε; Με ποιους «δρούμε»; Και μ’ αυτούς που χρόνια γνωρίζουμε έχουμε καταλήξει κατ’ αμοιβαία επιλογή ξένοι, και με τους νεώτερους θα είμαστε – μέχρι να περαστούμε από το «φυσικό» φίλτρο της καχυποψίας, της αλαζονείας και της αυτάρκειας– ξένοι. Το κοινό «όραμα», οι κοινές προοπτικές, αυτά είναι που κατοχυρώνουν το ειδικό βάρος της «συνάντησης», κι όχι αυτά που ζούμε μαζί, ο κοινός αγώνας, το λύσιμο μιας «διαφοράς που την μυριζόμαστε παντού κι όμως δεν την βρίσκουμε».

Είναι ξένοι άνθρωποι κι όμως δικοί μου. Μιλάνε ελεύθερα, ασυνείδητα απελευθερωμένοι, κάπως σαν μεθυσμένοι, στιγμή δεν τους μένει για μια αναγνώριση μεταξύ τους. Σαν ένας κύριος με έναν άλλο κύριο, έτσι μιλάνε μεταξύ τους, ο καθένας προϋποθέτει στον άλλον ελευθερία και δικαίωμα αυτοδιάθεσης. Κατά βάθος όμως δεν έχουν αλλάξει, οι απόψεις τους έχουν μείνει οι ίδιες, το ίδιο και οι κινήσεις, η ματιά. Κάτι βέβαια είναι αλλιώτικο, μα δεν μπορώ να συλλάβω τη διαφορά, κι αν μιλάω για απελευθέρωση, είναι μονάχα μια προσπάθεια εξήγησης από ανάγκη. Γιατί από πού κι ως πού να αισθάνονται απελευθερωμένοι; Όλα τα στρώματα και όλες οι διαβαθμίσεις έχουν διατηρηθεί, η ένταση ανάμεσα στο άτομο και στους άλλους είναι απείραχτη, ο καθένας είναι στη θέση του και στον αγώνα, που του αναλογεί, τόσο έτοιμος, που για τίποτα άλλο δε μιλάει εκτός απ’ αυτό, κι ας τον ρωτάς ό,τι θέλεις. Που έγκειται λοιπόν η διαφορά, την μυρίζομαι από δω κι από κει και διαφορά δεν βρίσκω.

Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2007

η σχετικότητα της αδυναμίας


αχ αυτός ο συναισθηματισμός, που «νομιμοποιείται» βέβαια στις στενές διαπροσωπικές σχέσεις και στους μοναχικούς απολογισμούς βιωμάτων, αλλά είναι προβληματικός όταν εμφανίζεται στις συλλογικές «πολιτικές» μαζώξεις ή στα αμφιθέατρα, όχι γιατί κανείς θα απαγορέψει την συναισθηματική έκφραση, αλλά γιατί θα αλλάξει την αντιμετώπιση του απέναντί σε μια τέτοια έκφραση, και αυτή η αντιμετώπιση θα αλλάξει προς κάθε κατεύθυνση, άλλοι θα «μαλακώσουν» προς την πλευρά της συγκίνησης, άλλοι θα δυσανασχετήσουν σαν μπροστά σε «αδύναμη» στιγμή, άλλοι θα νιώσουν αμήχανοι κοιτώντας τριγύρω, «παίρνοντας γραμμή» από το πιο ισχυρό και αποφασιστικό συλλογικό κλίμα, και κάποιοι ελάχιστοι ίσως ξεμοναχιαστούν - μη αντέχοντας μια άλλη μοναχική έκφραση - από διακριτικότητα, ο Λόγος και οι αποφάσεις πρέπει να τρέχουν, οι λόγοι είναι πολλοί, πρέπει να είμαστε δυνατοί απέναντι στην κυριαρχία, πολεμιστές, άκαμπτοι σε δημόσιους χώρους ή στις γραμμές μας, δυναμώνοντας τους συμπολεμιστές μας και εκφοβίζοντας τους αντίπαλους, η ρητορική τέχνη απαιτεί την σιγουριά των επιχειρημάτων, την ψυχραιμία και το αταλάντευτο, τον αφορισμό των συναισθηματισμών και των αφαιρέσεων τους, τον αφορισμό της μεταφυσικής και των μυστηριακών ανθρωπίνων συμπεριφορών, κι αν επιτρέπεται ένας συναισθηματισμός, αυτός είναι η οργή και μόνο η οργή, κι αυτή σε ελεγχόμενες δόσεις, ρυθμιζόμενη από μια άλλου είδους μυστηριακή υποκειμενική στρόφιγγα, αγκιτατόρικη στην ρητορική των αμφιθεάτρων και ανεξέλεγκτη στα οδοφράγματα, και όλοι οι υπόλοιποι συναισθηματισμοί αφορισμένοι στο πεδίο της αδυναμίας, πρέπει να ψάχνουν σ’ ένα μοναχικό ή μικροκοσμικό σκοτάδι να εκφραστούν, γιατί το πεδίο της δύναμης είναι δυνατό, πιο δυνατό από την αδυναμία, πιο νομιμοποιημένο στους κύκλους που πρεσβεύουν τη δύναμη, κι έτσι, μαζί με τα άλλα συναισθήματα στο πεδίο της αδυναμίας, προστίθεται κι άλλο ένα συναίσθημα, που γεννάει η δύναμη στις ίδιες τις γραμμές μας, κι αυτό το συναίσθημα είναι ο φόβος, και με αυτόν τον τρόπο, μπορούμε να δούμε ξεκάθαρα τη μορφή που φωτογραφίζεται απ’ αυτές τις προτάσεις, δεν είναι άλλη από μια γυναικεία μορφή, είναι η γυναίκα που συμπυκνώνει, νομιμοποιημένα και μεταξύ μας, τα χαρακτηριστικά που της προσδίδει ο κυρίαρχος λόγος, την άκρατη δεκτικότητα, την αμέριστη σιωπή όταν ακούει, το τρεμουλιαστό χέρι όταν προσπαθεί να μιλήσει, τον φόβο από το «πάρσιμο» των αρσενικών, έτσι γίνεται η γυναίκα σημείο αναφοράς, βάσει του οποίου κρίνονται οι αρσενικές συναισθηματικές συμπεριφορές, μπαίνει λοιπόν ένα σημαντικό ζήτημα, όταν η δύναμη, που θεωρείται απαραίτητη στον πόλεμο ενάντια στην κυριαρχία, εκφράζεται συναισθηματικά μόνο μέσα από το φίλτρο της επιθετικότητας, κατοχυρωμένο φυσικό αρσενικό προνόμιο, όταν δηλαδή, η δύναμη γίνεται κατανοητή και αποδεκτή μόνο μέσα από μια ανδροποίηση των ανθρώπων, οι γυναίκες απουσιάζουν από την δύναμη, γιατί την μισούν με τα φυσικά ανδρικά χαρακτηριστικά, οι γυναίκες απουσιάζουν από το συλλογικό, είτε σαν παρουσίες είτε μέσα από τις σιωπές, ίσως επειδή ακόμη κι ασυνείδητα δεν κατανοούν τους κώδικές της «δυνατής» οργής, ίσως γιατί δεν αποδέχονται την, θεσμισμένη από την πατριαρχική φύση, εξουσία του φόβου, και οι λίγες που «ξεχωρίζουν» στα αμφιθέατρα ή στις μαζώξεις, έχουν δώσει ή συνεχίζουν να δίνουν τις μάχες τους, παρακάμπτοντας, ξεπερνώντας τον φόβο, «στραβώνοντας» μερικές φορές και με αρσενικούς κώδικές –γιατί δεν μασάνε ακόμη κι εκεί– και κατοχυρώνοντας μια σεβαστή θέση, που απέχει μεν από την σιωπή, αλλά κινδυνεύει από την γραφικότητα, τα πράγματα αλλάζουν, αλλάζουν στις γραμμές μας, με το να αναζητάμε διαρκώς το ξερίζωμα και των πιο υπολανθανουσών συμπεριφορών που αναπαράγουν κυρίαρχα δεδομένα, αναζητάμε το σπάσιμο όλων των -αυτονόητων και μη- φυλετικών και διατομικών οριοθετήσεων, η δύναμη είναι και αδυναμία και η αδυναμία δύναμη, ο λόγος και η πράξη δεν χαρακτηρίζονται από ρητορικές, πολεμικές και επιθετικές σταθερές, αλλά από την ανθρωπινότητα τους, από το πόσο μέσα ή κοντά είναι στην ελευθερία, από το πόσο έξω ή μακριά είναι από την θέσμιση του φόβου, της σιωπής και της παρούσας απουσίας, από το πόσο γρήγορα εξορίζουν το τρεμούλιασμα των χεριών, από το πόσο επιτρέπουν ακόμη και στα δάκρυα να δροσίσουν το επικοινωνιακό υφάδι, από το πόσο αποδέχονται κάθε τρόπο που διαλέγει ο καθένας, η καθεμία, για να κατακτήσει την ελευθερία του-της, εδώ και τώρα, κάθε στιγμή, χωρίς φόβο, αλλά με πολύ πάθος, κάθε πάθος

αντιγραφή Modiliagni (2007)

Μωρίς Μπλανσώ, "Le Refus", στο "Le 14 Juillet", αρ. 2 (Οκτώβρης 1958)

Αυτό που αρνιόμαστε δεν είναι ασήμαντο ούτε χωρίς αξία. Ακριβώς γι' αυτό η άρνηση είναι αναγκαία. Υπάρχει μία λογική που δεν θα τη δεχτούμε πια, ένα επίστρωμα σωφροσύνης που μάς τρομάζει, μια προσφορά συμφωνίας και συμφιλίωσης που δεν θα την εισακούσουμε. Η ρήξη είναι γεγονός. Φτάσαμε στο σημείο εκείνο που δεν ανέχεται πια τη συνενοχή...


Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2007

Γαι τη δύναμη της πηγής

«Η επανάσταση της καθημερινής ζωής δεν θ’ αντλήσει την ποίηση της από το παρελθόν, αλλά από το μέλλον και μόνο» Γκυ Ντεμπόρ

Και το παρόν; Φυσικά, ο Ντεμπόρ είχε και άποψη για το παρόν, μόνο που στο προκείμενο μάς αφορά η δική μας άποψη. Στην πρόταση αυτή δεν αναφέρεται το παρόν, γιατί προφανώς –και σωστά- το παρόν είναι το πεδίο όπου αντανακλάται η διαλεκτική λειτουργία της σύνθεσης δεδομένων και προοπτικών. Το παρόν είναι το πεδίο της καθημερινής ζωής, το πιο οριακό «παιχνίδι» -και τα εισαγωγικά παραπέμπουν στην σεβαστή περιοχή της αναπόφευκτης οδύνης– υποκειμενισμού και αντικειμενικής πραγματικότητας, το σημείο συνάντησης σκέψης και δράσης, πραγμάτωσης ή αναίρεσης των προταγματικών «διακηρύξεων». Στο παρόν διαμορφώνεται η υποκειμενική πραγματικότητα μέσω, συγκεκριμένων κάθε φορά, επιλογών και παράλληλα, το εύρος και το βεληνεκές της αντικειμενικής αντανάκλασης αυτών των επιλογών. Όλα αυτά τα αυτονόητα και οι κοινοτοπίες καταργούνται σαν τέτοια όταν διυλίζονται στο πολύπλοκο πλέγμα της αλλοτρίωσης. Κανείς, από αυτούς που προσπάθησαν, δεν απάντησε επί της ουσίας γι’ αυτό το «πολύπλοκο πλέγμα» που ταλανίζει τις απαντοχές και «κανονίζει» τις αντιφάσεις μας. Κι αυτό δεν είναι τυχαίο, αν σκεφτείς την ψυχοδομική πλευρά της αλλοτρίωσης. Μια απάντηση για την αλλοτρίωση θα έμοιαζε σαν καθολική συνταγή- πανάκεια. Εμείς οι ίδιοι θα απαντήσουμε επί της ίδιας της ουσίας μας για την αλλοτρίωση, για την μήτρα των αντιφάσεων, γι’ αυτόν τον πανίσχυρο πόλο του καθημερινού μας ψυχορραγήματος. Στο παρόν μας, στο όνομα αποδοχής της θνητότητας μας, εκεί που καταστρέφεται κάθε θεολογική αναφορά. Καθένας επιλύει τις αντιφάσεις του με τον δικό του τρόπο, κι αυτό θα μπορούσε να ανήκει ακόμα και στις «πρόσφορες» μεθόδους της αστικής αντίληψης εφόσον θα περιορίζεται στα πλαίσια της εξατομικευτικής μοναχικότητας. Ο περίγυρος αντιλαμβάνεται μόνο το αποτέλεσμα της «περίεργης» αυτής διαδικασίας. Περίεργης, γιατί οι άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται με επίγνωση την ταυτότητα των αντιφατικών πόλων, που τους εγκαλούν για το λυτρωτικό ξεπέρασμα, την απαραίτητη, για την αυτοεξέλιξη, σύνθεση. Μέσα στην αφαιρετική αντίληψη των δεδομένων που εμφανίζονται αντιθετικά στην επιφάνεια της συνείδησης, διαμορφώνεται μια δυνατότητα της κυριαρχίας να διεισδύει κατευθύνοντας όχι μόνο τα αποτελέσματα της «εσωτερικής διαλεκτικής» -δυναμώνοντας αυτό που θα λέγαμε αλλότριο (ξένο) πόλο– αλλά και ολόκληρη την διαδικασία «παραγωγής επιλογών», εκτρέποντας την, δημιουργώντας ψευδή δίπολα, ψευδή διλήμματα. Μια αναγωγή σε ό,τι, από αυτή τη διαπίστωση, αφορά την δική μας καθημερινότητα, εμάς που αναγνωρίζουμε με καχυποψία όλες τις δυνατότητες της κυριαρχίας, σε μια προσπάθεια, όχι μόνο να απεγκλωβιστούμε από την «κουλτούρα» της αλλοτρίωσης αλλά, να συγκρουστούμε ανοιχτά με την κοινωνική της νομιμοποίηση, είναι η αποδοχή της διαφυγής από τις πιο απλές και λεπτομερείς καθημερινές καταστάσεις. Είναι γεγονός ότι δεν μπορούμε να αρκούμαστε σε μια εξατομικευτική επίλυση των αντιφάσεων και μόνο. Είναι γνώριμος ο κίνδυνος αναπαραγωγής μια τρέχουσας κυρίαρχης αντίληψης, που θέλει με έναν στρεβλό τρόπο να χαρακτηρίζονται οι ατομικότητες από δεδομένα «χούγια», χαριτωμένα «ελαττώματα», και ηλίθιες εκφορές «ιδιαιτεροτήτων». Η διαδικασία (και τα αποτελέσματα) των επιλογών είναι ελεύθερη όταν γίνεται επικοινωνήσιμη, είναι αυτόνομη όταν νέμεται. Σε όποιο επαναστατικό σχέδιο κι αν αναφερόμαστε, εκεί αντανακλώνται οι όποιες επιλογές μας. Η αποδοχή της λειτουργίας αλλότριων πόλων στην καθημερινότητα μας, δεν κάνει τίποτε περισσότερο από το να τους δικαιώνει, δυναμώνοντας το αντιδραστικό τους περιεχόμενο στο επίπεδο της συνείδησης . Και δυναμώνοντας αυτό το περιεχόμενο, χαλαρώνουν τα κριτήρια μας, εγκλωβιζόμαστε στην κοινοτοπία και την ματαιότητα της όποιας αντίστασης, γιατί δεν είναι μόνο αντικειμενικά δυνατή η αλλοτρίωση, αλλά και γιατί, αργά και σταθερά, της ανήκουμε. Όταν εμφανίζεται συλλογική επικοινωνιακή εμπλοκή, όταν οι κάθε είδους εποικοδομητικές και κριτικές σχέσεις αδυνατίζουν, τότε νομιμοποιείται η εξατομίκευση, έχει την τάση να διευρύνεται ασταμάτητα, δυναμώνει, αφανίζει κάθε τι ζωντανό από τις σχέσεις, καθιερώνει την αδιαφορία, παγιώνει τις αποστάσεις και σαπίζει το συλλογικό βίωμα. Οι κοινωνικές αναφορές μας στην αλλοτρίωση, σε τέτοιες συνθήκες, δεν καταντούν απλά «ανεξήγητα» κοινότοπες και χωρίς έμπνευση, αλλά γελοιοποιούν κάθε σχετικό πρόταγμα απελευθέρωσης.

Τουλάχιστον, να το γνωρίζουμε.

Εκνευριστικά αυτονόητα Νο1

O πρόεδρος του ΣΕΒ, Δ. Δασκαλόπουλος, όσο διέθετε επιχείρηση δεν είχε επιτρέψει τη λειτουργία εργοστασιακού σωματείου.

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 19/09/2007

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2007

φθορά


μία από τις πιο

βαριανασαιμένες νύχτες

ξαπόστασε ο Χρόνος

δίπλα μου

με χάραξε στο δέρμα

ν' ανασάνουν τα βιώματα

Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2007

οι εποχές των ελαττωμάτων σε χρόνο ελάσσονα ανατρεπτικό


Έπαρση.

Οι δυνάμεις υπακούουν αυτόματα στην βούληση. Ανυψώνεσαι της πραγματικότητας σου σε τέτοιο βαθμό που την χάνεις. Ανοίγεις ένα χαντάκι και έχεις αντιμέτωπο ένα υπόγειο τείχος. Ενώ πρόκειται για αίσθηση τάφου, έχεις την εντύπωση ότι βρίσκεσαι στην ρίζα της Μιας, αλλά σκληρής, πραγματικότητας. Ότι βρίσκεσαι στην κρύπτη των πυραμίδων της κυριαρχίας και ακούς τις μηχανές της, αδημονώντας για την τελειωτική τους καταστροφή. Καλείς τους άλλους «υπηκόους», σαγηνεμένος, χωρίς όμως να «ακούγεσαι». Μόνο φαίνεσαι απηυδισμένος και ξέρεις ότι σ’ αυτές τις υποθέσεις το βλέμμα δεν φτάνει. Κι αν ακόμη κάποιοι σ’ ακούσουν, δεν μπορείς να εξηγήσεις τη διαδρομή να σε συναντήσουν, γιατί μιλάς ακατάληπτα. Τη δική σου γλώσσα πια. Και ταλανίζεσαι. Ενώ οι άλλοι σού είναι απαραίτητοι γιατί αυτός ο θησαυρός τους αφορά, πρέπει να αποφασίσεις αν θα συνεχίσεις μόνος σου. Και διαλέγεις τους άλλους σαν να επιλέγεις την αναπηρία. Και για να μην το αποδεχτείς επαίρεσαι με το παραμικρό. Μένεις όλο και πιο μόνος και νοσταλγείς διαρκώς το βήμα πριν το θησαυρό, αδιαφορώντας για την διαδρομή.

Νωχελικότητα.

Ο κυνισμός της αδράνειας. Η κυριαρχία μιας διεκπεραιωτικής δύναμης, που η φύση δεν την προορίζει για κυριαρχία. Μια αυτονόητα ανεξήγητη αίσθηση -γιατί αν προσπαθούσε να εξηγήσει τον εαυτό της θα αυτοκαταργούνταν- που επιστεγάζει το σαμποτάρισμα κάθε πρωτοβουλίας. Στην ταξική νοηματοδότηση, αφορά το σαμποτάζ της εργασιακής διαδικασίας, και η συνείδηση αυτού του ίδιου του σαμποτάζ, σημαίνει, αντιστρόφως ανάλογα, την κατάργηση της νωχελικότητας στην προσπάθεια για ενεργητική εκτροπή της κατεστημένης δομής της καθημερινότητας. Η νωχελικότητα κατοχυρώνει τις διαφορές ταχυτήτων, την σιωπηρή δικτατορία της ανούσιας επιβράδυνσης και «διωκόμενη», τείνει να επικαλεστεί έναν «χώρο» που δεν συνορεύει μ’ αυτήν: την ρέμβη. Δεν σημαίνει απαραίτητα απώλεια βούλησης, απώλεια συνείδησης ή απώλεια αποφασιστικότητας. Στο σημείο όμως που κρίνεται, και μεταξύ μας δεν είναι άλλο παρά η ίδια η ανατρεπτική Πράξη, είναι ένα ακατανόητο –κι εκ των πραγμάτων– ανεπικοινώνητο φρένο.

Ματαιοδοξία.

Να κλείνει ο κύκλος της ζωής ήδη από την αφετηρία του. Να παθαίνουν διαδοχικά εγκεφαλικά στην νεότητα τους οι επιθυμίες. Να επιβάλλεις φθινόπωρο στα φύλλα, ενώ ο κορμός ζει την άνοιξη του. Να επικαλείσαι άπειρους λόγους για την απόδειξη του μη νοήματος (α-νόητου) της κάθε πράξης, της κάθε σκέψης, της κάθε επιθυμίας. Η ασυνείδητη –και γι’ αυτό χειρότερη- επικράτεια του μηδενισμού. Είσαι πάντα κάπου ενώ δεν είσαι, κι ενώ δεν πρέπει σύμφωνα με τις ίδιες σου τις δοξασίες σου να είσαι. Κι όμως να μένεις και να ζεις. Δεν είναι ούτε φόβος ούτε δειλία, δεν είναι ούτε εγκεφαλικότητα ούτε ένστικτο, δεν είναι ούτε ρεφορμισμός ούτε ριζοσπαστικότητα. Είναι μια σχιζοφρενικική περίοδος αυτοκαταστροφής. Δεν είναι βίωμα, είναι διασυρμός. Η λατρεία μιας αβίωτης αργής και φυσικής πτώσης. Ούτε καν βιωμένης. Σαν να δοκιμάζεις εκρήξεις σε λατομείο. Ή απομακρύνονται ή σε συνηθίζουν. Οι άλλοι καταφεύγουν στην γραφικότητα για να σε ερμηνεύουν. Φθίνεις.

Κατάθλιψη.

Μια ίσως υγιής θλίψη σε υπερθετικό. Στον ουρανό της σκέψης μαύρα και βαριά σύννεφα χωρίς εντάσεις και ηλεκτρισμό. Μια εσωτερικότητα χαμένη στους λαβυρίνθους με τα αγέλαστα παιχνίδια. Το φετίχ ενός παρελθόντος χωρίς νοσταλγία. Το παρόν σε στιγμές που μόλις κατορθώνουν να διεκπεραιώνονται. Μόνη ελπίδα η διαρκής νίκη της αυτοσυντήρησης ενάντια σε έναν όντως ανεπιθύμητο θάνατο. Όχι αδιάφορο θάνατο. Απέχθεια στις αίθουσες αναμονής. Λατρεία των κεριών και του αταξίδευτου. Αγάπη στην λάμψη των φίλιων ματιών, αλλά αποφυγή κάθε προσωπικής εκφοράς. Ατονική ανθρωπινότητα, ζώντας στην πιο απότομη άκρη της θλίψης τον άνεμο της δυστυχίας, θέλοντας να συνορεύεις διακριτικά με την ατέρμονη νίκη της ζωής και των ατίθασων χαμόγελων. Όχι να ζεις...απλά να γνωρίζεις μια συνέχεια του Όλου. Για να επιβεβαιώνεις την αιώρηση σου σε γκρίζα ακρωτήρια και άρρωστα κίτρινους ανέμους. Ενώ θεωρείς ότι επιτελείς μια αναγκαία για την Ύπαρξη αναγνώριση, ζεις μόνος από τους άλλους κι όχι μόνος για τους άλλους.

Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2007

Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2007

η επικινδυνότητα του ελάχιστου


επιπλέον

ανασφάλεια είναι

να έχεις κτίσει

ένα πανίσχυρο κάστρο

και να τους υποδέχεσαι όλους

από την μικρή σου Κερκόπορτα

Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2007

μικροαστική ανατομία


άχρηστος νιώθω

ανίκανος παραλυμένος


σαν ένα σκυλί στην άκρη του πεζοδρομίου

που επεξεργάζεται ακίνητο την ανατομία του

σε ένα ξεκοιλιασμένο από τα αυτοκίνητα

πτώμα ενός άλλου σκυλιού


ας το ομολογήσω έστω και τώρα ότι

πάντα λοιδορούσα τους λυτρωμένους

είτε αυτούς που δεν διστάζουν να δείχνουν

τα εντόσθια τους στον κόσμο

είτε τους φιλεύσπλαχνους νοσοκόμους τους


από την περιέργεια έως τον κυνισμό

η ιστορία του βλέμματος μου

γράφτηκε πίσω από τις γρίλιες

εκεί που εκδικούμαι το λυτρωμό

αυνανιζόμενος, βιαζόμενος

και βιάζοντας


τα σύνορα του μικροαστού

είναι στις γρίλιες


η ανάσα του είναι το αεράκι

που φέρνει τα μαντάτα της γειτονιάς

γλύφει το μωσαϊκό

και προκαλεί ελαφρό ανέμισμα

στην κουρτίνα του σαλονιού


και η ελπίδα του

η φαιδρή σιγουριά

ότι αυτουνού "ποτέ δε θα του συμβεί"

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2007

περί μεταλλικής οριοθετήσεως


σκεφτόμουν τα κάγκελα

και το περιδίνισμα τους

στις πιο "απαγορεύσιμες" περιοχές

της καθημερινότητας

πάντα μπερδευόμουν πάνω στο

τί οριοθετούν

προστατεύουν κάτι από κάποιους;

με προστατεύουν από κάτι;

προστατεύουν κάποιους από κάτι;

με προστατεύουν από κάποιους;

ένας σιδεράς σκυμμένος πάνω

από τις μασίφ σιδερόβεργες

απαντά στον εαυτό του

"για προστασία γενικώς"

κάποιος ιδιώτης που παρήγγειλε

κάγκελα απαντά:

"προστατεύω την ιδιοκτησία μου

από τους αρνητές της ιδιοκτησίας μου

που με την άρνηση της ιδιοκτησίας

αντιπαλεύουν την αποδοχή

ενός πολύ πιθανού ενδεχόμενου

να ανήκουν κάπου και αυτοί οι ίδιοι"

κάποιος δημόσιος υπάλληλος που παρήγγειλε

κάγκελα για την υπηρεσία του απαντά:

"υπηρετώ το κοινωνικό σύνολο προστατεύοντας το

από τους αρνητές του κοινωνικού συνόλου

που με την άρνηση του κοινωνικού συνόλου

αντιπαλεύουν την αποδοχή

μιας αναμφισβήτητης αναγκαιότητας

να ανήκουν και οι ίδιοι σε ένα κοινωνικό σύνολο"

δεν υπάρχει κάποιος άλλος

που να παραγγείλει κάγκελα

για να απαντήσει

αυτοί που παραγγέλνουν κάγκελα

είναι σίγουροι

γι αυτό ίσως τα κάγκελα απειλούν πάντα τον ουρανό

και καταλαβαίνω γιατί

αυτοί που τους αμφισβητούν

είναι τόσο λυσσασμένοι

που παραδοσιακά ξεριζώνουν τα κάγκελα

και μ' αυτά απειλούν πάντα τους παραγγελιοδόχους