Ο ήλιος ένα μπόι πάνω από τα βλέφαρα
Άρχισε να μετράει τις τρύπες στα φυκοντυμένα βράχια
Σκοτεινά μάτια που τα χιόνιζαν οι φτερούγες των γλάρων
Ο θόρυβος απόμακρα μιας τράτας που έλαμνε στον αέρα
Γέμισε ο νους του πατημασιές
Και αργά έριξε άγκυρα μέσα του μελανό καράβι
Πήδηξε το πλήρωμα στην αμμουδιά με αξίνες
Πήδηξε το μαύρο αρνί το μαύρο το κριάρι
Έσκαψαν λάκκο και τον γέμισαν κρασί με αίμα
Σφάδαζαν τα ζώα μες στο θολό μυαλό του
Και αγάλια έφταναν οι νεκροί
Έστρωσαν απαλά τους ίσκιους τους στο ακρογιάλι
Κι έσπρωχνε με την απαλάμη του τη μάνα του μακριά
Την Τηρώ τη Χλώρη τη Φαίδρα την Αριάδνη
Πρώτα ήθελε να του μιλήσει ο γέρος
Που έλεγε παραμυθία για το Ταξίδι
Για το νησί που ήταν στημένος ο αργαλειός
Έτσι τον είχε συμβουλέψει το κορίτσι στην Αία
Που κάπνιζε Παριζιάνικα τσιγάρα
Κι από τον καπνό έφτιαχνε σχήματα χοίρων και λιονταριών
Καλά που είχε φάει τη ρίζα με τον κατάλευκο ανθό
Τον ενοχλούσε στον ύπνο ο μεθυσμένος Ελπήνορας
Πώς έφθασε μέχρι εδώ, αφού νεκρό τον είχε αφήσει
Μια μύγα τον τσίμπησε στο δέρμα
Μισάνοιξε τα ματιά – του φάνηκε σαν δάσος η αμμουδιά
Άφθονο ήπιε αίμα ο γέρος έσταζε αίμα πήρε λαλιά
Κάποιος θεός κόβει το δρόμο σου
Σαν τράπουλα τον ανακατεύει
Τον είχες βρίσει κάποτε στα Εξάρχεια
Κι ηρθε ίσκιος μουσκεμένος στο δάκρυ η μάνα του
Κι ήπιε με βιάση μια χούφτα αίμα - τόση βιάση
Να τον ρωτήσει αν ήταν καθαρά τα σεντόνια του
Αν άνοιγε τις μπαλκονόπορτες ν’ αεριστεί το σπίτι
Αν είχε δώσει τα χαλιά της στον χαλά
Αν κολυμπούσε στα ρηχά ή τα βαθιά
Ευτυχώς δεν είδε τον πατερά του
Ασφαλώς ζούσε με τη στολή του κηπουρού
Μακριά απο το παλάτι στους αγρούς
Και ξέθαβε τις σκουριασμένες νάρκες
Για να φυτέψει μαρούλια και ντομάτες
Γυμνός κατακαλόκαιρο ανάμεσα στ αγκάθια
Φούσκωσε η θάλασσα τον άγγιξε στα πόδια
Μετά μέχρι τα γόνατα τη μέση τα νεφρά
Ανέβη στο λαιμό του ανέβη στο κεφάλι
Τον σκέπασε και ξύπνησε πετάχτη ορθός
Μπροστά του ήταν καράβι
Στην πλώρη του η Μέδουσα τον κοίταζε στο φως