Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2007

Διαλεκτική του Έρωτα

Περίπτωση Πρώτη

Ο έρωτας είναι η μεγάλη αποξένωση: υπάρχουν δύο άνθρωποι που είναι σα να ζουν σε δυο αστέρια και κανείς τους δεν είναι δυνατόν να ξέρει τίποτα για τον άλλον. Και ξαφνικά η απόσταση καταργείται και βρίσκονται χαμένοι ο ένας στον άλλο, έτσι που δεν γνωρίζουν πια τίποτα ούτε για τον εαυτό τους, μα ούτε ο ένας για τον άλλο και ούτε χρειάζεται. Αυτό είναι ο Έρωτας.

Χέρμαν Μπροχ, Οι υπνοβάτες ΙΙ

Το πάθος για τον έρωτα κουβαλάει μέσα του το πρότυπο μιας τέλειας επικοινωνίας: τον οργασμό, την ακμή της συμφωνίας των ερωτικών συντρόφων. Κι αυτό στο σκοτάδι της καθημερινής επιβίωσης, είναι το περιοδικό φεγγοβόλημα του ποιοτικού. Η βιωμένη ένταση, η ιδιαιτερότητα, η δραστικότητα των αισθήσεων, η κινητικότητα των συγκινήσεων, η όρεξη για αλλαγή και ποικιλία, όλα, για να ξαναφέρουν το πάθος στις ερημιές του Παλαιού Κόσμου, συνεπάγονται το πάθος για έρωτα. Από μια επιβίωση χωρίς πάθος, μπορεί να γεννηθεί το πάθος για μια και πολλαπλή ζωή. Οι ερωτικές χειρονομίες συνοψίζουν και συμπυκνώνουν την επιθυμία και την πραγματικότητα μιας τέτοιας ζωής. Το σύμπαν που χτίζουν με όνειρα και αγκαλιάσματα οι αληθινοί εραστές είναι διάφανο. Οι εραστές θέλουν να νοιώθουν παντού σαν το σπίτι τους.
Ο έρωτας, περισσότερο από άλλα πάθη, κατόρθωσε να διατηρήσει τη δόση της ελευθερίας. Η δημιουργία και το παιχνίδι «ευεργετήθηκαν» πάντοτε με μια επίσημη εκπροσώπηση, με μια θεαματική αναγνώριση που τα αλλοτρίωνε, για να το πούμε έτσι, από την πηγή τους. ο έρωτας δεν απομακρύνθηκε ποτέ από κάποια μυστικότητα, από κάτι που βαφτίστηκε στενή οικειότητα. Βρέθηκε προστατευμένος από την αντίληψη περί ιδιωτικής ζωή, διωγμένος από το φως της μέρας (που προορίζεται για την εργασία και την κατανάλωση), και απωθημένος στα μύχια της νύχτας, στα κοσκινισμένα φώτα. Έτσι γλίτωσε εν μέρει από την ασταμάτητη οικειοποίηση της κάθε ημερήσιας δραστηριότητας.

Ραούλ Βάνεγκεμ, η επανάσταση της καθημερινής ζωής

Περίπτωση Δεύτερη

Πιστεύω, και είναι μια βαθειά πίστη, ότι μόνο με μια φοβερή ενίσχυση της αποξένωσης, που να την οδηγεί, για να το πω έτσι, στο άπειρο, μπορεί η αποξένωση να μεταμορφωθεί στο αντίθετό της, την απόλυτη γνώση, και τότε να ανθίσει αυτό που αιωρείται μπροστά της σαν άπιαστος στόχος του έρωτα: το μυστήριο της ένωσης. Γιατί κανένα μυστήριο δεν μπορεί να γεννηθεί απ’ την εξοικείωση και τη συνήθεια.

Χέρμαν Μπροχ, Οι υπνοβάτες Ι

Ο υλιστικός ορισμός του έρωτα είναι ένας ορισμός κοινοτήτων, μια οικοδόμηση συναισθηματικών σχέσεων η οποία διαμεσολαβείται από τη γενναιοδωρία και η οποία παράγει κοινωνικούς δεσμούς. Ο έρωτας δεν μπορεί να είναι κάτι που περιορίζεται στο ζευγάρι ή στην οικογένεια, πρέπει να ανοίγεται σε ευρύτερες κοινότητες. Πρέπει να οικοδομεί, κατά περίπτωση, κοινότητες γνώσης και επιθυμίας, πρέπει να οικοδομεί τον άλλον. Στην ουσία, ο έρωτας είναι σήμερα η καταστροφή της τάσης να κλεινόμαστε μέσα στην υπεράσπιση ενός πράγματος που δεν ανήκει παρά μόνο σε μας. Νομίζω ότι ο έρωτας είναι ένα από τα βασικά κλειδιά που διαθέτουμε για να μετατρέψουμε αυτό που είναι δικό μας σε κάτι κοινό.

Τόνι Νέγκρι, Εξορία

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Δεν εννόησα...
Οι δύο περιπτώσεις είναι αντιθετικές¨? Στο σύνολό του κάθε ζεύγους? Η εναλλακτικά η μία παράγραφος με την άλλη?
Δεν αντιλαμβάνομαι τον τίτλο της διαλεκτικής..εγώ βλέπω νοηματική συμπλήρωματικότητα και όχι αντίθεση..
επίσης κάποια σημεία πολύ γενικά και αόριστα..
Εχει την ευγενή καλοσύνη ο αναρτών να μας επ-εξηγήσει την διάκριση 1ης και 2ης περίπτωσης?
Τι εννοει και αντιλαμβάνεται ακριβώσ ο αναρτών?
Φιλικά,
Μαρία- Αναστασία

Ανώνυμος είπε...

"Η διαλεκτική πορεία είναι μια συνεχής κίνηση μέσα στο τριαδικό σύστημα: θέση-αντίθεση-σύνθεση αντιθέτων. Αυτή η πορεία έχει μερικά σταθερά χαρακτηριστικά: α) Ο πρώτος όρος, η θέση, σημαίνει πάντα κάτι άμεσο, μια άμεση (π.χ. αισθητηριακή)επαφή, που δεν είναι ακόμα σε θέση να συλλάβει τον πολύπλοκο και εσωτερικά διαφοροποιημένο χαρακτήρα του τιθέμενου όρου. Αυτό που κάθε φορά τίθεται, δεν έχει λοιπόν ακόμα συνειδητοποιηθεί σαν τέτοιο, δηλαδή ως τιθέμενο, γι' αυτό υπάρχει μόνο δυνάμει. Ο Χέγκελ, χρησιμοποιεί την έκφραση "καθ' εαυτό" (βυθισμένο ακόμα στον εαυτό του) για να χαρακτηρίσει αυτόν τον ενδόμυχο, άρρητο και ασυνειδητοποίητο χαρακτήρα. Όποιος παραμένει στην αμεσότητα είναι ανίκανος να διαφωτίσει τον πλούτο που υπάρχει μέσα σε αυτό το κατ' αρχήν τιθέμενο.
β) Η ανακάλυψη της διαφοράς (=αντίθεσης) που ενυπάρχει στην αρχική θέση, αποτελεί φυγή από την άμεση επαφή και συνεπάγεται την αντιπαράθεση ενάντιων χαρακτηριστικών. Αντικειμενικά ιδωμένο, πρόκειται για μια διείσδυση του αρχικά τιθέμενου μέσα στον ίδιο τον εαυτό του, άρα για μια εσωτερική ανασκόπηση εντός του εαυτού, με το νόημα μιας αναδίπλωσης. Αυτό που κατ' αρχήν ήταν μόνο δυνάμει (στην ορολογία του Χέγκελ: "καθ' εαυτό") αυτοαναδιπλούμενο γίνεται δι' εαυτό (=ενεργεία και μέσα σε αυτοανασκοπούμενη αυθυπαρξία), και ανακαλύπτοντας τον ενδόμυχο πλούτο του και την εσωτερική διαφοροποίηση του λαμβάνει τον ένα όρο ως μεσο-λαβητικό του άλλου, πράγμα που σημαίνει μια αποστασιοποίηση και μια φυγή από την αρχική αμεσότητα.
γ) Αλλά τόσο η θέση όσο και η αντίθεση διατηρούν ένα σχετικά αφηρημένο χαρακτήρα, μια σχετική αοριστία, που μόνο με τη σύνθεση ξεπερνιέται. Η σύνθεση αποτελεί λοιπόν συγκεκριμενοποίηση και προσδιορισμό, σημαίνει υπέρβαση της αυτοαναδίπλωσης και μετάβαση σε μια ανώτερη ενότητα, που συνθέτει "αναιρώντας" τις δύο προηγούμενες. αμεσότητα και μεσολάβηση συνάπτονται τώρα για να σχηματίσουν μια νέα αμεσότητα. Ο καθ' εαυτόν και δι' εαυτόν χαρακτήρας συγκροτούν ένα καθ-εαυτόν-και-δι-εαυτόν-Είναι, ένα Είναι εμπλουτισμένο με τα πρωτύτερα στάδια αλλά και ριζικά ανανεωμένο. Εδώ δεν υπάρχει πια μόνο η αρχική ταυτότητα, αλλά ούτε μόνο η μεσολαβητική ετερότητα. Υπάρχει συνταύτιση της (αρχικής) ταυτότητας και της (ύστερης) μη-ταυτότητας. Το εκάστοτε τρίτο στάδιο είναι, όπως λέει ο Χέγκελ, η αλήθεια των δυο πρωτύτερων, επειδή εκεί αποκαλύπτεται πόσο ήταν μονόπλευρο να βλέπει κανείς μόνο τη θέση ή μόνο την αντίθεση της και να μην βλέπει πολύπλευρα την συνύφανση τους μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο."


Εισαγωγή στην "Επιστήμη της Λογικής" του Χέγκελ, σ.17-19

Παραθέτω μια γενική επεξηγηματική λογική της διαλεκτικής που πιστεύω ότι βοηθάει τουλάχιστον από τη μεριά μου στο να απαντήσω στην απορία για την φαινομενικότητα της συμπληρωματικότητας των πόλων μεταξύ τους. Ενώ πρόκειται για αντίθεση πόλων που αναγνωρίζουν τον εαυτό τους ο ένας στον άλλον και που αναμένουν την σύνθεση. Η σύνθεση, στο προκείμενο βέβαια, εναπόκειται στην υποκειμενικότητα των αναγνωστών-τριών.
Θέλω να συμπληρώσω μια καταλυτική -για την κατανόηση της ανάρτησης- παρατήρηση: Οι πρώτοι πόλοι κάθε περίπτωσης είναι αποσπάσματα από λογοτεχνικό κείμενο (επιδέχονται εν δυνάμει ερμηνείες που μπορεί και να επάγονται από το σύνολο του κειμένου), οι δε δεύτεροι αντίστοιχοι, είναι αποσπάσματα από θεωρητικά κείμενα (που έχουν κατοχυρώσει ως τέτοια την κλειστή απαραίτητη σαφήνεια μιας θεωρίας). Φωτογραφίζονται λοιπόν οι καθ' εαυτές και οι δι' εαυτές αντίστοιχες αναφορές στην ανάρτηση.